Λαογραφία ονομάζεται η επιστήμη που εξετάζει τον λαϊκό πολιτισμό στις διάφορες εκδηλώσεις του, όπως ήθη, έθιμα, παραδόσεις, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, τραγούδια, χειροτεχνήματα. Η ποντιακή λαογραφία είναι πλουσιότατη και πολύ ιδιαίτερη, μιας και κουβαλά στη ράχη της παραδόσεις και συστατικά αιώνων που την κάνουν ξεχωριστή και μοναδική.
Εξ ορισμού λοιπόν, κάθε ποντιακή οικογένεια, είχε άρρηκτους δεσμούς αποδοχής και συνέχισης των ηθών, εθίμων, παραδόσεων, αλλά και προλήψεων και δεισιδαιμονιών που παραλάμβανε από την προηγούμενη γενεά και φύλαττε ως κόρην οφθαλμού.
Η εφαρμογή των λειτουργούσε ως μια ευλογημένη ασπίδα προστασίας από το κακό και εφαρμοζόταν με υπέρτατη ευλάβεια, ακολουθώντας κατά γράμμα την αλάνθαστη συνταγή αιώνων.
Η ποντιακή οικογένεια
Η ποντιακή οικογένεια μπορεί να ήταν πατριαρχική, ψυχή όμως και η κινητήριος δύναμή της ήταν η γυναίκα. Όπως η μάνα φύση, με την ορθή λειτουργία της αποπνέει στον κάθε άνθρωπο αισθήματα σιγουριάς, έτσι και η παρουσία της γυναίκας στην κάθε οικογένεια ήταν άκρως ενεργητική και διόλου υποτιμημένη.
Οι ρόλοι που κλήθηκε να παίξει από τη μάνα φύση, στο διάβα της ζωής η Πόντια γυναίκα χαρακτηριστικοί και ουσιαστικοί. Υπήρξε μάνα, ‘κοδέσποινα, κατά τα δύσκολα χρόνια 1914-1920 αντάρτισσα και σαφώς υπήρξε και γυναίκα.
Ο ρόλος της μάνας όμως ήταν αυτός που της απέδιδε τις ύψιστες τιμές από όλους. Πολλές και οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις που ειπώθηκαν ως ένδειξη προστασίας της μάνας και του νεογέννητου παιδιού από το κακό γενικότερα. Κάποιες μάλιστα, έχουν εφαρμογή και αποδοχή και από τις σύγχρονες κοινωνίες. Προφανώς, λόγω της αιώνιας πάλης, από γεννήσεως κόσμου, του καλού με το κακό.
Προλήψεις και δεισιδαιμονίες Ίμερας
Ο Αγαθάγγελλος Φωστηρόπουλος, κάνοντας μια αναφορά για τη λεχώνα, αλλά και για το νεογέννητο στην Ίμερα αναφέρει, ότι η έγκυος γυναίκα ονομαζόταν βαριασμέντσα, έμποδος και δίψυχος.
Δεν έπρεπε να πηγαίνει σε κηδείες, διότι «πατεί ατέν η κηδεία», δηλ. την πατάει, τη βλάπτει ο νεκρός. Ούτε σε γάμους, γιατί αντίστοιχα «πατεί ατέν η νύφε κι ο γαμπρόν» και δεν κάνει παιδί έως και εφτά χρόνια.
Όταν θυμόταν κάποιο φαγώσιμο, τα οικεία της πρόσωπα, έπρεπε να της το φέρουν, για να το βγάλει από το νου της. Αυτό συνέβαινε, ως τα μέσα της εγκυμοσύνης.
Όταν η έγκυος αισθανόταν πόνους της γέννας, καλούσαν τη μαμμήν και την εμπρομαμμήν, τη βοηθό της πρώτης. Για τη γυναίκα που γεννούσε, έλεγαν έπεσεν. Η μαμή ανήγγελλε τη γέννηση του παιδιού στον παππού ή στη γιαγιά με τη φράση «φως ‘ς τ’ ομμάτα σ’» (φως στα μάτια σου). Έβαζε το νεογέννητο στην αγκαλιά τους κι έπαιρνε δώρο ένα ψωμί, σαπούνι και χρήματα. Επί οκτώ ημέρες αυτή άλλαζε τη λοχούσαν (λεχώνα), κι έλουζε το βρέφος, αφού έβαζε αλάτι στο νερό, ως ένδειξη προστασίας κατά του κακού.
Η λεχώνα έπρεπε να προφυλάγεται σαράντα ημέρες και συνήθιζαν να λέγουν, «τη λεχούσας το ταφίν ως τα σεράντα ανοιχτόν έν», (της λεχώνας ο τάφος ως τα σαράντα είναι ανοικτός) κι όταν αρρώσταινε, έλεγαν «εμεταλοχούσεψεν» κι έβαζαν τα πόδια της στο ζεστό νερό.
Μέχρι και σαράντα ημέρες, η λεχώνα δεν έβγαινε από το σπίτι με το σκοτάδι, δεν έχυνε νερό κατά γης, δεν πήγαινε σε γάμους και κηδείες, ούτε σε ξένα σπίτια, για να μη γεμίσουν από ποντικούς. Κατά το πρώτο δεκαήμερο, μετά από τη γέννηση του παιδιού, την επισκέπτονταν οι γειτόνισσες και της πρόσφεραν διάφορα φαγητά, τα λεγόμενα παραμόνια.
Συνήθως τα πρόσφεραν μέσα σε σκεύη τυλιγμένα με κάτασπρες πετσέτες και κατά προτίμηση, πρόσφεραν πιλάφι, μακαρίναν, φούστρον, ρυζόγαλο, χαλβά.
Την τεσσαρακοστή ημέρα, πήγαινε η μητέρα λουσμένη και ντυμένη γιορτινά στην εκκλησία, μαζί με το βρέφος και εσερανταρίουτον σαρανταριζόταν. Κατά την τελετή του σαραντισμού, το αγόρι ο ιερέας το περιέφερε μέσα στο ιερό, ενώ το κορίτσι παρέμενε έξω.
Δεισιδαιμονίες και προλήψεις Κερασούντας
Στην Κερασούντα πίστευαν, ότι το μωρό που θα γεννηθεί, θα μοιάζει τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά, στο πρόσωπο που ήθελε η μητέρα να δει κατά τα μέσα της εγκυμοσύνης της. Μόλις γεννιόταν το παιδί, κρατώντας το η μαμή, πατούσε πάνω στο πόδι της λεχώνας και την ρωτούσε «εσύ είσαι βαρέσσα ή εγώ;». Η δε μητέρα απαντούσε «εγώ», για να γίνει το παιδί της βαρύν, δηλαδή σοβαρό.
Μετά το φαλοκόψιμον, την ομφαλοτομία, του βρέφους, τοποθετούσαν στην κεφαλή της μαμής έναν άρτο, για να γίνει το νεογνό ελεύθερος άνθρωπος. Τον άρτο, τον έπαιρνε μαζί της η μαμή κατά την αναχώρησή της.
Κατά τη διάρκεια της ιεροτελεστίας του καθαρμού του βρέφους, μετά τη γέννησή του και κατόπιν, κατά την πρώτη κατάκλισή του στην κούνια, έδιναν στη μαμή χρυσό νόμισμα.
Για να θεραπεύσουν την ωχρότητα του νεογνού, έδεναν στο κεφάλι του κίτρινο ύφασμα, πάνω στο οποίο είχαν προσδέσει και κάποιο χρυσό αντικείμενο.
Επίσης, αν η λεχώνα είχε τα χέρια της έξω από το στρώμα, όταν κοιμόταν, το παιδί θα έριχνε πράγματα κάτω.
Στο σπίτι της λεχώνας τώρα, δεν επιτρέπονταν οι επισκέψεις μετά τη δύση του ηλίου. Εάν πάλι επρόκειτο για οικείο πρόσωπο, αυτό έπρεπε, πριν εισέλθει στο δωμάτιο της λεχώνας, να εισέλθει σε άλλο δωμάτιο.
Εάν η γυναίκα που θήλαζε, περνούσε κοντά από φούρνο και αισθανόταν τη μυρωδιά του ψωμιού, έγλυφε την παλάμη της για να μη δημιουργηθεί πληγή στο μαστό της.
Απέφευγαν να φιλούν το πέλμα του βρέφους, γιατί πίστευαν ότι θα αργήσει να περπατήσει.
Τέλος, για να σταματήσουν τον εμετό σ’ ένα βρέφος, σπόγγιζαν το έμεσμα με βαμβάκι και το έριχναν σε στέγη οικίας λέγοντας «άμον ντο στεγνούται αούτο το πομπάκιν, αέτσ’ να στεγνούται και του μωρού το ξέραμαν», (όπως στεγνώνεται αυτό το βαμβάκι, έτσι να στεγνώνεται και το μωρού το ξερατό).
Για το νήπιο
Αναφορικά με τα νήπια πίστευαν ότι όποιο νήπιο αργούσε να μιλήσει, έπρεπε να θέσουν το ράμφος ζωντανού πτηνού στο στόμα του.
Εάν το νήπιο, κατόπιν του απογαλακτισμού του, βύζαινε για δεύτερη φορά, μεγαλώνοντας θα μάτιαζε. Όταν ένα νήπιο άρχιζε να γνωρίζει τη μητέρα του, έπεφταν τα μαλλιά της, ενώ το νήπιο που έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη, μεγαλώνοντας γινόταν καχεκτικό. Τέλος, εάν ένα νήπιο μύριζε άνθη, πριν συμπληρώσει το ένα έτος, έβγαζε πολλά εξανθήματα ευλογιάς.
Δεισιδαιμονίες και προλήψεις Ινέπολης
Στην Ινέπολη η έγκυος γυναίκα απέφευγε να κάνει οποιαδήποτε εργασία κατά τις τρεις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου, από φόβο, μη γίνει το παιδί σημαδιάρικο, ίσως επειδή ο Φεβρουάριος ονομαζόταν και σημαδιάρης, λόγω των μειωμένων του ημερών. Αν, όμως, υπήρχε ανάγκη να εργαστεί, άνοιγε το χώμα και φύτευε κουκιά, για να πιάσει το κακό σ’ αυτά ή ανακάτευε στάχτη λέγοντας «ότι πιάκω ‘ς αυτήν να πιάση».
Αν κατά τύχη καιγόταν το φόρεμα της εγκύου από μπροστά, πίστευαν θα γεννούσε κορίτσι, ενώ αν καιγόταν από πίσω, αγόρι.
Ουδέποτε άφηναν τη λεχώνα μόνη της. Εάν όμως παρουσιαζόταν ανάγκη, έστηναν δίπλα στο κρεβάτι της ένα σάρωθρο (σκούπα).
Τα πανιά του βρέφους, ακόμη και τα κουρελιασμένα, ποτέ δεν τα πετούσαν, αλλά τα έκαιγαν, για να μη σαπίσει το βρέφος, όπως αυτά.
Όταν επισκέπτονταν το βράδυ άλλη οικία, η μάνα μαζί με το βρέφος, στην επιστροφή, έπαιρναν ψωμί και το έριχναν έξω από την εξώπορτα του σπιτιού τους, προφανώς για να καλοπιάσουν τις μάϊσσες.
Για να γίνουν τα βρέφη φρόνιμα, δεν τα άφηναν να ατενίσουν το φως, ενώ απέφευγαν να φιλήσουν το βρέφος στο στόμα, για να μην αργήσει να μιλήσει.
Τέλος, εάν μια γυναίκα πριν από την παρούσα γέννα είχε χάσει νεογέννητα παιδιά, για να σταματήσει το κακό και να ζήσει το νεογέννητο, το ζύγιζαν και έστελναν το βάρος του σε κερί, ως αφιέρωμα στην Παναγία.
Εάν πάλι δεν είχαν κερί, ζύγιζαν το νεογνό με πέτρα και εν ευθέτω χρόνω, εκπλήρωναν το τάμα τους με ισόβαρο κερί. Σ’ αυτήν την περίπτωση εφάρμοζαν και το εξής: Περιέρχονταν είκοσι τέσσερα πρωτοστέφανα άτεκνα ζευγάρια, που είχαν δηλαδή πραγματοποιήσει ένα γάμο μόνο, συγκέντρωναν από ένα αργυρό νόμισμα ή αντικείμενο και μ’ αυτά κατασκεύαζαν ομοίωμα του βρέφους από ασήμι, το οποίο και αφιέρωναν μαζί με την οικογένεια του βρέφους στην εικόνα της Παναγίας.
Θωμαΐς Κιζιρίδου