Βαθιά πατριαρχική ήταν η παραδοσιακή ποντιακή κοινωνία, αυτό όμως δεν εμπόδισε πολλές γυναίκες να βγουν στο αντάρτικο, όπως συνέβη στη Σάντα, ή να λάβουν σημαντική μόρφωση από τα παρθεναγωγεία, στις αστικές βέβαια οικογένειες.
Αν και οι γηραιότερες απολάμβαναν το σεβασμό και τη γενική εκτίμηση (άλλωστε ο πυρήνας της οικογένειας ήταν σφιχτός, και οι άνδρες έμεναν μαζί με τους γονείς ακόμα και μετά το γάμο), οι νεαρότερες συχνά ζούσαν υπό ασφυκτικούς περιορισμούς.
Παντρεύονταν σε μικρή ηλικία –θεωρούνταν ντροπή μία οικογένεια να έχει ανύπαντρη κόρη μετά τα 20–, οι άτεκνες ήταν πάντα σε μειονεκτική θέση, και όλες έπρεπε σε κάθε έξοδο να συνοδεύονται, είτε από τον αδερφό είτε από τον σύζυγο.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού, ένα παλιό ποντιακό έθιμο, πραγματικά συντηρητικό, ήταν το μάχ’, που έδειχνε τον μεγάλο σεβασμό της νύφης απέναντι στα μέλη της οικογένειας στην οποία ανήκε και αυτή με το γάμο της, αλλά παράλληλα ήταν και ένας τρόπος αποφυγής αντιγνωμιών ή και καβγάδων με τις άλλες νύφες, που ζούσαν όλες στο ίδιο σπίτι με τα πεθερικά τους.
Σε πολλά μέρη του Πόντου (Κερασούντα, Χαλδία, Σάντα, Κοτύωρα, Σούρμενα, Νικόπολη κ.α.) η νύφη όχι μόνο κατά την περίοδο του αρραβώνα ή αμέσως μετά το γάμο, αλλά και επί πολλά χρόνια μετά το γάμο, δεν είχε το δικαίωμα να μιλά στον πεθερό, την πεθερά και τα άλλα μέλη της οικογένειας που ήταν μεγαλύτερα από αυτήν.
Το τέλος της σιωπής ερχόταν έπειτα από χρόνια, και μόνο αν το απαιτούσαν τα πεθερικά της. Τότε η νύφη φιλούσε το χέρι του πεθερού ή της πεθεράς, και εκείνοι της δώριζαν ένα φόρεμα.
Από τη μέρα που η νύφη αποκτούσε το δικαίωμα να μιλάει με τον πεθερό της τον έλεγε «πατέρα», την πεθερά της «μητέρα», τον κουνιάδο της «αφέντα», την κουνιάδα της «κυρά», τον παππού «πάππο» και τη γιαγιά «καλομάνα».
Τέλος, τα άλλα ηλικιωμένα άτομα τα ονόμαζε «θείο» ή «θεία», τον νονό «δεξάμενε» και τη νονά «δεξαμένη».