Το σχέδιο για την «Πενταμερή» προχωρά, και στις 27 Απριλίου θα συναντηθούν τα μέρη (οι δύο κοινότητες συν τις εγγυήτριες δυνάμεις) στη Γενεύη, παρουσία του ΟΗΕ.
Στόχος είναι να διερευνηθεί η δυνατότητα να βρεθεί λύση στο Κυπριακό.
Ο στόχος είναι προσχηματικός διότι οι συμμετέχοντες γνωρίζουν καλά πως λύση δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάν. Δηλαδή, με την εξάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος και την παράδοση ενός νέου μορφώματος στην Τουρκία.
Είναι η μόνη λύση που θα αποδεχόταν η Άγκυρα, αλλά λύση καταστροφική για τον ελληνισμό του νησιού.
Η Τουρκία έθεσε στο τραπέζι το δίλημμα: είτε αυτού του είδους τη λύση που συμπυκνώνεται στην έκφραση «δύο κράτη με χαλαρή συνομοσπονδία», είτε διχοτόμηση. Είναι ευνόητο πως τη λύση της διχοτόμησης –με την οποία υποτίθεται ότι εκβιάζει–, την απεύχεται η ίδια η Τουρκία. Και αυτό γιατί θα θέσει τα ⅔ του νησιού εκτός της τουρκικής επιρροής· η Άγκυρα επιθυμεί τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού.
Άρα το δίλημμα είναι προς λαϊκή κατανάλωση.
Αν υπάρχει ένας λόγος για την Ελλάδα και την Κύπρο να συμμετέχουν σε μια τέτοια συνάντηση είναι για να θέσουν αυτές το δίλημμα: είτε ενισχυμένη ομοσπονδία με την αρχή της αναλογικότητας, είτε καλοδεχούμενα τα δύο κράτη. Ακόμη και αν δεν το εννοούν.
Κανείς, ούτε Βρετανία, ούτε Τουρκία επιθυμούν τη διχοτόμηση. Επιδιώκουν μια παρωδία κράτους, το οποίο θα ελέγχουν καθ’ ολοκληρίαν (κυρίως η Τουρκία), και με το οποίο –επειδή θα είναι κράτος-μέλος– θα έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την πίσω πόρτα.
Αυτό είναι που το Λονδίνο και η Άγκυρα επιθυμούν διακαώς. Αυτό που η παραλόγως εξυμνούμενη για την πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ δεν αντιλαμβάνεται. Διότι είναι ανεξήγητα φιλοτουρκική και στο θέμα αυτό η γερμανική πολιτική.
Η Κύπρος έχει πολλά χαρτιά σ’ αυτήν την πρότασή της. Κυρίως έχει την υποστήριξη του Ισραήλ, διότι συμφέρει το Τελ Αβίβ να συνδιαλέγεται με την κυβέρνηση ενός μικρού κράτους, παρά με την αναθεωρητική και προκλητική Τουρκία.
Συμφέρει και τις ΗΠΑ, διότι η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας εγγυάται την εναλλακτική λύση ενός αγωγού ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης (EastMed) για να αποδυναμωθεί ο Nord Stream 2, ο βόρειος αγωγός που βρίσκεται προς το τέλος της κατασκευής του και θα προμηθεύει τη Γερμανία με φυσικό αέριο.
Η εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο σε περίπτωση λειτουργίας και του Nord Stream 2 θα φθάσει το 40%! Κάτι ιδιαιτέρως ανησυχητικό.
Η αμερικανική πολιτική για την περιοχή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί.
Δεν είναι γνωστό αν τα αμερικανικά κέντρα διαμόρφωσης πολιτικής έχουν αναθεωρήσει το στερεότυπό τους ότι η Τουρκία είναι ένας από τους πυλώνες στήριξης της στρατηγικής τους (ο άλλος είναι το Ισραήλ).
Σε περίπτωση που δεν έχουν αναθεωρήσει αυτήν την αρχή, η αμερικανική πολιτική θα γίνει σύνθετη για τα ελληνικά συμφέροντα. Και θα πρέπει να αναμένουμε να δούμε πού θα ισορροπήσει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Σε αντίθετη περίπτωση, διευκολύνεται πολύ η εναλλακτική επιλογή (για τους Αμερικανούς) να στηρίξουν τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Ο άξονας αυτός –που θα ισχυροποιηθεί γύρω από την ιδέα του EastMed, ο οποίος δεν θα είναι απλώς ένας αγωγός, αλλά μια συνεχής γεωπολιτική διαδικασία–, μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη ανάδυσης μιας νέας περιφερειακής δύναμης. Αυτής που θα συγκροτήσουν οι τρεις χώρες: Ελλάδα- Κύπρος- Ισραήλ.
Θέλει δουλειά, αλλά είναι μια επιλογή υπαρξιακού χαρακτήρα για τον ελληνισμό.
Σε περίπτωση που οι Αμερικανοί δεν θελήσουν να προχωρήσουν αρκετά στη διάρρηξη της σχέσης τους με την Τουρκία, προτείνεται μια ενεργειακή εναλλακτική στην περιοχή που οδηγεί με αγωγούς τα ενεργειακά αποθέματα στην Αίγυπτο και από εκεί, με LNG ή όπως αλλιώς, όπου δει.
Μια επιλογή που προκρίνεται και υποστηρίζεται από αρκετούς στο αθηναϊκό κέντρο.
Σε μια εκπομπή του πρέσβη ε.τ. Νίκου Κανέλλου στη διαδικτυακή τηλεόραση Anixnefseis web tv, ο δρ Διεθνών Σχέσεων Γαβριήλ Χαρίτος, ο οποίος διδάσκει στο πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν του Ισραήλ, αναρωτήθηκε για ποιο λόγο πρέπει να ενισχυθεί κι άλλο η Αίγυπτος με το να καταστεί ενεργειακό κέντρο, και όχι η Κύπρος, η οποία ανήκει και στην ΕΕ.
Η Αίγυπτος είναι μια μεγάλη, πολυάριθμη χώρα και ευνοήθηκε από τη φύση με ενεργειακά αποθέματα.
Δεν είναι γνωστόν αν οι προβληματισμοί αυτοί του κ. Χαρίτου απηχούν και ισραηλινές πηγές.
Πάντως, η σχέση Ελλάδας-Ισραήλ φαίνεται να είναι μονόδρομος και να ευνοεί όχι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και το ίδιο το Ισραήλ. Βασίζεται στη λογική του συμφέροντος και όχι του συναισθήματος. Και οι δύο χώρες παρέχουν στο Ισραήλ στρατηγικό βάθος και λιμάνια χρήσιμα για την ασφάλειά του.
Οι οικονομικές και στρατιωτικές συνεργασίες (εξαγορά επιχειρήσεων παραγωγής πολεμικού υλικού, αεροδρόμιο εκπαίδευσης Ισραηλινών πιλότων, κλπ.) εγγυώνται μια μακροχρόνια σύγκλιση, κάτι που δεν μπορεί να παράσχει η Αίγυπτος λόγω της φύσης του καθεστώτος της.
Μπορεί σήμερα ο πρόεδρος αλ Σίσι θα διάκειται ευμενώς σε μια συνεργασία Ελλάδας-Αιγύπτου αλλά, όπως έχει γραφεί επανειλημμένως, η γραφειοκρατία του αιγυπτιακού υπουργείου Εξωτερικών είναι στραμμένη προς την Τουρκία. Αν σ’ αυτό προστεθούν η αβεβαιότητα του τι θα ακολουθήσει τη μετά αλ Σίσι εποχή ή η συμπεριφορά των Αδελφών Μουσουλμάνων οι οποίοι καθοδηγούνται από τον Ερντογάν, δημιουργούνται επιφυλάξεις σχετικά με την πολιτική της Αιγύπτου, όπως φάνηκε τις τελευταίες ημέρες με το άνοιγμα που έκανε προς την Τουρκία σε σχέση με τις ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι συνεργασίες είναι ωφέλιμες για να αποτραπεί η τουρκική επιθετικότητα, αλλά δεν μπορεί να βασιστεί κανείς μόνο σ’ αυτές.
Η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας και Κύπρου, η δημιουργία μιας ικανότατης διπλωματίας και ενός κλάδου που θα διαχέει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε όλον τον κόσμο, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις υπαρξιακού χαρακτήρα.
Υπαρξιακού χαρακτήρα, επίσης, είναι και αυτό που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό στην Αθήνα. Η Ελλάδα ή θα υπάρξει ως εναλλακτικός της Τουρκίας πόλος, ή θα δορυφοροποιηθεί. Η Τουρκία δεν θα ανεχθεί ημίμετρα. Την θέλει απέναντι. Ή υποδουλωμένη. Αυτό αποτελεί και λόγο ύπαρξης του καθεστώτος της και ψυχολογική ανάγκη της κοινωνίας της.
Στην ίδια εκπομπή της διαδικτυακής τηλεόρασης Anixnefseis web tv που αναφέρθηκε παραπάνω, ο επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής Γιάννος Χαραλαμπίδης μίλησε για το παρασκήνιο του Κραν Μοντανά, όταν ο Γενικός Γραμματέας διαπίστωσε πως λύση δεν πρόκειται να υπάρξει μετά τη δήλωση Τσαβούσογλου πως τα τουρκικά στρατεύματα θα παραμείνουν στο νησί για μια δεκαπενταετία, και «αν είστε καλά παιδιά, θα δούμε τι θα κάνουμε».
Ο Αναστασιάδης μετά από αυτήν την εξέλιξη ζήτησε να συναντηθεί πέντε λεπτά με την τουρκική αντιπροσωπεία. Στη συνάντηση αυτή ρώτησε τον Τσαβούσογλου αν η Τουρκία είναι πράγματι διατεθειμένη να αποσύρει από το νησί τις δυνάμεις της.
Η απάντηση ήταν: «Νίκο, η γυναίκα μου είναι μια μορφωμένη καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Αν αποσύρουμε τα στρατεύματα, θα με θεωρήσει προδότη».
Το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών βρίσκεται βαθύτερα στην ψυχολογία των δύο λαών. Οι δύο χώρες μπορεί να συνεργαστούν, αλλά δεν θα συγκλίνουν ποτέ πέραν ενός σημείου. Αυτό, ενώ στην Τουρκία το γνωρίζουν καλά, στην Αθήνα δεν θέλουν να το πιστέψουν. Προτιμούν να ζουν με ψευδαισθήσεις.
Η ανάδειξη της Ελλάδας σε εναλλακτικό πόλο της περιοχής είναι μονόδρομος και θα εξυπηρετούσε πολλούς. Οι Αμερικανοί, άλλωστε, ενθάρρυναν τη χώρα να διαδραματίσει τέτοιο ρόλο, αλλά η Αθήνα προτιμά μια υπερσυγκέντρωση των πάντων στην περιοχή Αττικής, παρά να δοθούν ρόλοι σε άλλες περιοχές της χώρας, ιδιαιτέρως της Βόρειας Ελλάδας.
Ό,τι ξέφυγε από την κεντρομόλα λογική της ξέφυγε λόγω των Αμερικανών ή άλλων δυνάμεων που θέλησαν να δραστηριοποιηθούν εκτός κέντρου. Αυτή η ανθελληνική πολιτική της Αθήνας πρέπει να σταματήσει.
Αν η Ελλάδα εκδηλώσει μια τέτοια πρόθεση, πρέπει να συνοδευτεί με πειστικό οδικό χάρτη. Και τότε οι χώρες της περιοχής θα εκδηλώσουν το «με ποιον θα πάν’ και ποιον θα αφήσουν».
Η μεγάλη διαφορά της Ελλάδας ως πόλου από την Τουρκία είναι και η συμπεριφορά· η Ελλάδα επιδιώκει από τους συνεργάτες της ισότιμη συνεργασία, η Τουρκία δορυφοροποίηση. Είναι, όμως, και πολιτισμική. Αλλά για να προβάλει την πολιτισμική της πρόταση η Ελλάδα πρέπει να έχει το ανθρώπινο δυναμικό. Συνεπώς η ανάπτυξη της παιδείας είναι άλλη μία προτεραιότητα.
Δεν είμαι σίγουρος ότι η ελληνική κοινωνία θέλει να διαδραματίσει τέτοιον ρόλο, από τις συμπεριφορές που παρακολουθώ και στο χώρο της παιδείας και στο χώρο της πολιτικής.
Αλλά ας συνειδητοποιήσουμε πως είναι υπαρξιακός μονόδρομος.