Από τις λέξεις χάρις και φέρω προέρχεται η λέξη χαριφερά της ποντιακής διαλέκτου, που περιγράφει τόσο τα δώρα που πήγαιναν στους γάμους, όσο και την ίδια τη διαδικασία.
Από αυτή τη λέξη προκύπτει και ο χαριφέρτς, αυτός που προσφέρει το δώρο.
Σύμφωνα δε με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, τα γαμήλια δώρα ονομάζονται και χάρ’τα.
Με την ίδια λέξη περιγράφονται και τα είδη ρουχισμού ή τα φαγώσιμα που λάμβανε η αρραβωνιασμένη από τους νέους της συγγενείς στις 15 ημέρες μετά τους αρραβώνες ή κατά το «τρίμερο» της Μεγάλης Σαρακοστής.
Χάρ’ έλεγαν επίσης κάθε χάρισμα, σωματικό ή ψυχικό, ή ακόμη και το βραβείο.
Σε διάφορες περιοχές του Πόντου, όπως για παράδειγμα στο Καρς, υπήρχε ένα συγκεκριμένο «τελετουργικό». Μετά τη στέψη ο γαμπρός και ο κουμπάρος μαζί με τα συγχαρητήρια λάμβαναν τα χαριφερά, με τον «τελάλη» να παρουσιάζει το όνομα του δωρητή (ή το παρατσούκλι του), τη σχέση του με τον γαμπρό και το είδος του δώρου.
Το χάρισμαν γινόταν με τη συνοδεία της λύρας και μάλιστα με ειδικό σκοπό (τη γαϊτάν τη χάρ΄ς). Στα διαλείμματα ο λυράρης παρακινούσε τραγουδιστά τους προσκεκλημένους:
Κυρούδες, μανάδες, χαρίστεν,
χαρίστεν, χαρίστεν
γαμπρούδες, νυφάδες θα ΄φτάτεν,
χαρίστεν, χαρίστεν…