Οι εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική δεν είναι καλές, αλλά η Αθήνα έχει επιλέξει ως κύρια θέματα ενασχόλησης και τροφοδότησης του ποιμνίου (όπως αντιλαμβάνεται το λαό), εσωτερικά παρακμιακά ζητήματα. Όχι πως δεν έχουν ενδιαφέρον, αλλά αποτελεί μείζονα υποκρισία να ανακαλύπτουμε ξαφνικά αυτό που όλοι γνώριζαν.
Ωστόσο, τώρα που άρχισαν οι αποκαλύψεις ας φθάσει το μαχαίρι ως το κόκαλο. Αν και την επόμενη ημέρα πάλι τα ίδια θα γίνονται.
Το πολιτικό σύστημα στη χώρα είναι υποβαθμισμένο και τα στελέχη του είναι της λογικής ότι η εξουσία είναι αφροδισιακή. Για να μην πω ότι στόχος τους είναι ο πλουτισμός, η δόξα και η αφροδισιακή απόλαυση, κατά κύριο λόγο με τους τρόπους που διαβάζουμε καθημερινά.
Η κυβέρνηση, επίσης, επέλεξε ακατάλληλο χρόνο να φέρει στη Βουλή το νομοσχέδιο για το υπουργείο Εξωτερικών: Αυτό καθαυτό είναι άκρως προβληματικό αλλά και η στιγμή ακατάλληλη. Ενώ η διπλωματική υπηρεσία το διάστημα αυτό χρειάζεται ηρεμία και προσήλωση στο καθήκον, με το νομοσχέδιο υποβαθμίζεται η ύπαρξη, ο ρόλος και η λειτουργία της.
Αλλαγές στο υπουργείο Εξωτερικών χρειάζονται για να προσαρμοστεί στα νέα διεθνή δεδομένα, όμως οι κύριες επιλογές των αλλαγών είναι λανθασμένες, όπως μας δόθηκε η δυνατότητα να αναλύσουμε σε προηγούμενο άρθρό μας.
Ο Νίκος Δένδιας θεωρείται από τους νουνεχείς πολιτικούς της κυβέρνησης –και της χώρας–, και προκαλεί έκπληξη η επιμονή του σε ένα νομοσχέδιο που έχει δεχθεί κριτική και από βουλευτές της συμπολίτευσης, προεξαρχούσης της κ. Μπακογιάννη.
Υπάρχει χρόνος να διαβουλευθεί με τους άμεσα ενδιαφερόμενους που γνωρίζουν το αντικείμενο καλύτερα από τους συντάκτες του νομοσχεδίου, που –από ό,τι μαθαίνω– είναι εξωτερικό του υπουργείου γραφείο.
Την εβδομάδα που πέρασε η Τουρκία έβγαλε στο Αιγαίο το «Τσεσμέ», ένα πλοίο που ανήκει στο Πολεμικό Ναυτικό της, αλλά οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές.
Το «Τσεσμέ» κινήθηκε έξω από τα όρια της χωρικής θάλασσας της Ελλάδας (6 μίλια) και απέφυγε να κάνει έρευνες (δεν είναι σίγουρο ότι μπορούσε) που δεν επιτρέπονται ακόμη και σε διεθνή ύδατα, ή σε περιοχές που η Ελλάδα δυνάμει θεωρεί ως ΑΟΖ της.
Και λέω «δυνάμει» (όρος που δεν υπάρχει στο Διεθνές Δίκαιο), διότι ΑΟΖ δεν έχει ανακηρύξει ακόμη. Ούτε έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα όρια που της δίνει δικαίωμα το Διεθνές Δίκαιο.
Άρα προς τι οι διαμαρτυρίες; Εκτός και αν περιμέναμε από την τυχοδιωκτική Τουρκία να ζητήσει άδεια για τη NAVTEX από την αρμόδια ελληνική Αρχή.
Αλλά, τόσο με το «Τσεσμέ» όσο και με τη μεγάλη άσκηση που έχει εξαγγείλει, η Τουρκία θέλει να διαμηνύσει στην Ελλάδα ότι θεωρεί στο μεν Αιγαίο πως έχει δικαιώματα ανατολικά του 25ου μεσημβρινού και πως δεν θα επιτρέψει στην Αθήνα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα πέρα των 6 ναυτικών μιλίων. Στη δε ευρεία περιοχή που χαρακτήρισε ως «Γαλάζια Πατρίδα» θέλει να δηλώσει ότι είναι παρούσα και δοκιμάζει τρόπους ελέγχου της.
Παρά τους εξοπλισμούς της, η Τουρκία δεν μπορεί να ελέγξει επιχειρησιακά όλη την περιοχή στην οποία δήλωσε πως θα κάνει άσκηση, όπως λένε ναυτικές πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν. Πρόκειται για μία ακόμη κίνηση εντυπωσιασμού, με αποστολή μηνυμάτων.
Πάντως, η Τουρκία και η Ρωσία είναι οι μόνες που δεν είναι απλώς εξοπλισμένες (σε διαφορετικό βαθμό, βεβαίως), αλλά έχουν αποδείξει ότι ρίχνονται στο πεδίο της μάχης. Εκεί που τους παίρνει, φυσικά, αλλά τολμούν να μπουν σε μάχη. Κάτι που ούτε πλέον οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να κάνουν.
Οι ΗΠΑ του Μπάιντεν μπορεί να δηλώνουν πως θα επιστρέψουν, αλλά η επιστροφή τους θα είναι πολύ διαφορετική. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα επιστρέψουν όπως γνωρίζαμε.
Τι θα γίνει, λοιπόν, με το κενό που θα αφήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες; Αυτό το κενό διεκδικούν να καλύψουν διάφορες δυνάμεις της περιοχής, μεταξύ αυτών και η Τουρκία.
Απέναντι στον τουρκικό τυχοδιωκτισμό συσπειρώθηκαν χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, ωστόσο η ρευστότητα είναι πιο ισχυρή ως δυναμική στην περιοχή, παρά τα σταθερά σχήματα, ιδιαιτέρως αν δεν υποστηρίζονται από μεγάλες δυνάμεις.
Στην περί τον EastMed συσπείρωση συμμετέχουν δυνάμεις όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, των οποίων η πολιτική το αμέσως επόμενο διάστημα θα δοκιμαστεί. Στο μεν Ισραήλ θα πρέπει να αναμένουμε τις εξελίξεις σε περίπτωση που ο Νετανιάχου χάσει τις εκλογές από τους κύριους διαμορφωτές της πολιτικής συσπείρωσης που αναπτύχθηκε.
Η δε Αίγυπτος φαίνεται να κλείνει το μάτι προς την Τουρκία στο θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ σε επίμαχα σημεία που αφορούν και στην Ελλάδα. Όπως λένε γνώστες της αιγυπτιακής πολιτικής, στη γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών το κλίμα είναι φιλοτουρκικό.
Στις τουρκικές κινήσεις στην μεσογειακή σκακιέρα πρέπει να συνυπολογισθεί και η δήλωση του νέου πρωθυπουργού της Λιβύης ότι η κυβέρνησή του θα σεβαστεί το τουρκολιβυκό σύμφωνο και πως θα συνεχίσει να θεωρεί στενό σύμμαχο την Άγκυρα.
Όλα αυτά, και άλλα, δείχνουν πως τα πάντα ρει στην Ανατολική Μεσόγειο και τίποτε δεν είναι σταθερό. Μέσω της Γερμανίας ο Ερντογάν χειραγωγεί την Ευρώπη, και παρά το γεγονός ότι τον έχει εκνευρίσει η άρνηση του Μπάιντεν να επικοινωνήσει προς το παρόν μαζί του, στέλνει μηνύματα στην Ουάσινγκτον για μια win-win προσέγγιση.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει εξαπολύσει, επίσης, μια επικοινωνιακή επίθεση με στόχο να δημιουργήσει στη διεθνή κοινή γνώμη και στα κέντρα αποφάσεων την εντύπωση πως φταίει η Ελλάδα για την όξυνση των σχέσεων των δύο χωρών και για τη μη επίλυση των προβλημάτων που μονομερώς θέτει η Άγκυρα.
Οι εξελίξεις, λοιπόν, επιβεβαιώνουν την εκτίμηση πως οι συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο είναι καλές και ωφέλιμες, αλλά δεν μπορεί να στηρίζει κανείς όλη την πολιτική του σ’ αυτές.
Απολύτως απαραίτητη είναι η στενή σχέση με τις ΗΠΑ, βεβαίως, αλλά και τη Γαλλία, μια σχέση που μπορεί να εξισορροπήσει τον γερμανικό φιλοτουρκισμό.
Αλλά, εκείνο που προέχει είναι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις. Χωρίς αυτές, όλα τα άλλα είναι μετέωρα. Η χώρα θα προσέρχεται ως ικέτης.
Τη σημασία των ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων –που είναι το μόνο το οποίο υπολογίζει η Τουρκία– μπορεί να τη δει κανείς από την ενόχληση του Τούρκου υπουργού Άμυνας από την ενίσχυση της ελληνικής αεροπορίας με Rafale.
Ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, ικανή διπλωματία και δυνατότητα προβολής των ελληνικών θέσεων διεθνώς είναι απολύτως απαραίτητες επιλογές. Βεβαίως, όλα αυτά δεν θα έχουν καμιά σημασία αν λείπει η αποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος. Εκεί που προς το παρόν η Τουρκία υπερτερεί.