Προέρχεται από μια συντηρητική και πλέον ξεπερασμένη συνήθεια που υποδήλωνε το σεβασμό της νύφης στη νέα της οικογένεια. Πλέον, όμως, έχει διαφορετική σημασία, σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού.
Η λέξη στύμνωμαν (και στίμνωμαν) της ποντιακής διαλέκτου τώρα σημαίνει το κατσούφιασμα, αλλά και τη διακοπή των φιλικών σχέσεων.
Αρχικά όμως περιέγραφε το μαχοκράτεμαν, τη συνεννόηση μόνο με νεύματα της νύφης με τα πεθερικά και άλλους μεγαλύτερης ηλικίας συγγενείς για τουλάχιστον έναν χρόνο, ενδεχομένως και για πάντα.
Η σιωπή της θεωρούνταν ένδειξη υποταγής, από εκεί και η φράση: «Η νύφε στυμνών’».