Ο 54χρονος Θανάσης Βαλάσης είναι από την Χαλκιδική, έχει δύο παιδιά, 4.500 δέντρα να φροντίζει και είναι ένας από τους 42 ρητινοσυλλέκτες του Δασικού Συνεταιρισμού Εργασίας.
Πώς είναι η καθημερινότητά του, γιατί κάνει αυτή τη δουλειά, ποιοι είναι οι κίνδυνοι, και πάνω απ’ όλα τι είναι η ρητίνη;
Είναι η έκκριση υδρογονανθράκων πολλών φυτών, ειδικά των κωνοφόρων δένδρων. Διακρίνεται από άλλες υγρές ενώσεις που βρίσκονται μέσα στα φυτά ή εκκρίνονται από φυτά, όπως οι φυτικοί χυμοί, κόμμεα, ή κολλώδεις ουσίες. Οι άνθρωποι του χώρου, την αποκαλούν και δάκρυ. Η συλλογή της δε, βρίσκεται στο αποκορύφωμά της από τα μέσα Ιουνίου μέχρι το τέλος Αυγούστου.
«Ένας άριστος ρητινοσυλλέκτης, συλλέγει ετησίως 10 με 12 τόνους ρητίνης και ένας πολύ καλός οκτώ και εννέα τόνους», σημειώνει ο Θανάσης Βαλάσης, σε συνέντευξή του στην Έλενα Αλεξιάδου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Και συνεχίζοντας, μας μυεί στα μυστικά, της δουλειάς του.
Τα μυστικά του επαγγέλματος και οι χρήσεις
«Για περίπου είκοσι ημέρες το πεύκο στάζει το ρετσίνι και ύστερα, η «πληγή» του κλείνει. «Κάθε 20 με 25 ημέρες πρέπει να περάσουμε και πάλι από τα δέντρα που ξεκινήσαμε να ρητινεύουμε ώστε να κάνουμε νέα εγκοπή. Συνήθως έξι με επτά τομές αρκούν, προκειμένου να συλλεχθεί το απαιτούμενο ρετσίνι».
Όσον αφορά τη ρητίνη ως προϊόν, χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη παραγωγής ποικιλίας βιομηχανικών προϊόντων, στην παρασκευή χρωμάτων, αρωμάτων, καλλυντικών και φαρμάκων. Επίσης το κολοφώνιο, το στερεό απόσταγμα της, χρησιμοποιείται στην τυπογραφία, υφαντουργία, μεταλλουργία, καθώς και στην παρασκευή ποικιλίας προϊόντων όπως, αντιδιαβρωτικά, αρωματικά κεριά, αδιάβροχα υλικά, τεχνητά δόντια, έμπλαστρα, συντηρητικά, προσθετικά γεύσης, χρώματα, φάρμακα, χαρτόκολλες, διάφορα γαλακτώματα και τσίχλες.
Η καθημερινότητα ενός συλλέκτη δακρύων
Ο 54χρονος ρητινοσυλλέκτης ξεκινάει να δουλεύει απ’ το ξημέρωμα και όταν η εργασία του βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, κοιμάται από τις 8 το βράδυ, προκαλώντας συχνά τα πειράγματα των φίλων του. Με αφόρητη ζέστη ή με δυνατό κρύο και βροχή, φορτωμένος με το βάρος του εξοπλισμού και της σοδειάς, διανύει κάθε ημέρα ανηφόρες και κατηφόρες πολλών χιλιομέτρων. Δουλεύει σε περιβάλλον που κρύβει πολλούς κινδύνους παρά τη φυσική ομορφιά του.
Η δύσκολη πρόσβαση στις κακοτράχαλες πλαγιές και δασωμένες λαγκαδιές, τον αναγκάζει συχνά ν’ ανοίγει μόνος του τα μονοπάτια που θα περπατήσει. Το άγχος του για την προστασία του δάσους είναι τεράστιο, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, σε σημείο μάλιστα, που πολλές φορές μένει ξάγρυπνος όλο το 24ωρο προκειμένου να προσέχει τον κίνδυνο της ξαφνικής πυρκαγιάς, ιδίως όταν αυξάνεται η θερμοκρασία και η ένταση των ανέμων.
«Τα τελευταία 13 χρόνια μόνο εγώ έσωσα τρεις φορές το δάσος από πυρκαγιά, με πυροσβεστήρες που έτυχε να έχω», δηλώνει.
Το μέλλον του επαγγέλματος
Μπήκε στο επάγγελμα το 2008, κάνοντας μια στροφή στην ζωή του, όταν είδε ότι η συλλογή ρητίνης στα δάση της Χαλκιδικής θα μπορούσε να του εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Εκείνη τη χρονιά, ο αριθμός των μελών-επαγγελματιών δεν ξεπερνούσε τα 10 άτομα.
«Μέσω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα αυξηθήκαμε. Σήμερα, είμαστε 42 ρητινοσυλλέκτες στον Δασικό Συνεταιρισμό Εργασίας, του οποίου είμαι πρόεδρος, ηλικίας από 40 χρόνων και πάνω, και ρητινεύουμε μια έκταση 100.000 στρεμμάτων», δηλώνει στην συνέντευξή του.
Κατά καιρούς όπως λέει ο ίδιος «υπήρξε ενδιαφέρον από Καβάλα και Έβρο για τη ρητίνευση δένδρων, αλλά δυστυχώς στις πιο βόρειες περιοχές στη χώρα μας δεν υπάρχει η χαλέπιος πεύκη που αποτελεί και το πιο παραγωγικό είδος, για την συλλογή ρητίνης».
Για την προσφορά τους απέναντι στα δάση, οι ρητινοσυλλέκτες επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό για κάθε κιλό παραγόμενης ρητίνης με το ποσό των 38 λεπτών/κιλό, ενώ πληρώνονται από τον έμπορα με το ποσό των 34 λεπτών/κιλό. Επίσης τους παραχωρούνται από τη Γενική Διεύθυνση Δασών τα υλικά ρητίνευσης (πάστα θειικού οξέος, ψεκαστήρες, σακούλες και δοχεία συλλογής ρητίνης), σε μια προσπάθεια διατήρησης και ενίσχυσης του παραδοσιακού και εξόχως σημαντικού αυτού επαγγέλματος για την προστασία των δασών.
Σήμερα, με την συλλογή ρητίνης απασχολούνται περί τις 2.000 οικογένειες πανελλαδικά: από την Κασσανδρεία Χαλκιδικής, την Εύβοια, τη Δυτική Αττική, τα Μέγαρα, την Μάνδρα και πέριξ της Κορίνθου, με την μέση ετήσια παραγωγή να ανέρχεται σε 5.500 τόνους.