Τους ιδιωματισμούς στις σύνθετες λέξεις της ποντιακής διαλέκτου είχε εξετάσει σε άρθρό του στην Ποντιακή Εστία ο Παντελής Μελανοφρύδης.
Ανάμεσα στις λέξεις που κατέγραψε ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος και δήμαρχος Πτολεμαΐδας από την Άδυσσα της Αργυρούπολης, ήταν και το ρήμα κατορωτώ.
Όπως εξηγούσε, η βασική του σημασία είναι «ασπάζομαι», ωστόσο δεν θα πρέπει να συγχέεται με το φιλώ που προϋποθέτει μια σχέση αγάπης. Συνήθως χρησιμοποιείται για την πράξη του καλωσορίσματος ή του αποχαιρετισμού με ένα φιλί σε συγγενή εξ αγχιστείας ή κουμπάρο.
«Πρόκειται δηλαδή περί ασπασμού τυπικού» εξηγούσε ο Παντελής Μελανοφρύδης.
«Κί θέλω να κατορωτώ σε, κι’ ερωτώ το μάγ’λο σ’, μέρ’ έν’;» λέει η ποντιακή παροιμία, που σημαίνει τις προφάσεις για τον μη ασπασμό συγγενούς. Μεταφορικά δε σημαίνει τις προφάσεις όταν κάποιος δεν θέλει να κάνει μια δουλειά, αντίστοιχο του: «Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει».