Αφιερωμένη στον έρωτα είναι η 14η Φεβρουαρίου, η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Οι λαϊκοί Πόντιοι ποιητές έχουν… τιμήσει και με το παραπάνω το συναίσθημα της αγάπης, που πολλές φορές το αποκαλούν με την αραβική λέξη sevda.
Η σεβντά, λοιπόν (ή ο σεβντάς) αποτέλεσε πυρήνα πολλών δίστιχων και πολύστιχων τραγουδιών, μεταξύ άλλων για το παράπονο, τις συνέπειες, την ομορφιά, τη διεκδίκηση, το χωρισμό, την αδιαφορία, ακόμα και την απιστία.
Ο Γ.Κ. Χατζόπουλος στην Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού έχει καταγράψει μερικά δίστιχα για κάθε… περίπτωση, ξεκινώντας με αυτά στα οποία διατυπώνονται με παράπονο οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί ο έρωτας στους νέους:
Σεβντάν ντο λένε, παιδία,
σην παχτσάν ‘κί φυτρούται
ση πεκιαρίων την κάρδαν
άμον καρφίν καρφούται.
Σε άλλο δίστιχο τονίζονται από τον νεαρό ερωτευμένο οι συνέπειες που μπορεί να έχει το να αντικρίσει μια όμορφη νέα:
Εσέν π’ εποίκεν η μάνα
έτονε αβαράσα,
εποίκε σε πεντάμορφον,
κι εγώ το νου μ’ εχάσα.
Κάποτε όμως το ερωτοχτύπημα ξεπερνάει τα όρια της φυσικότητας και τότε ο νέος χάνει τα λογικά του:
Η αγάπ’ σ’ εμέν εποίκε
ζαντόν και δαιμονέαν
και σα κοιλάδα λάσκουμαι
και σα ραχία μένω.
Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νέος εκφράζεται απειλητικά, επειδή πρόκειται κάποιος να του αποσπάσει εκείνην που αγαπά:
Εφόρεσεν κι ενέλλαξεν
το κοντόν το φυστάν’ ατ’ς,
με το μολύβ’ θα κρούγ’ ατον
πη θα κείται σο γιάν’ ατ’ς.
Ο χωρισμός για τους ερωτευμένους είναι κάτι το αδιανόητο. Έτσι, αυτός που θα είχε το θάρρος να επιχειρήσει την καταστροφή της ερωτικής σχέσης θα δεχτεί την ακόλουθη κατάρα-κεραυνό:
Εμάς τοι δύ’ς π’ εχώριζαν
ψωμίν να μη χορτάζ’νε,
κάθαν βραδήν ‘ς σο σπίτ’ν ατουν
λείμψανον να μονάζ’νε.
Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου ο νέος δείχνεται άπιστος:
Τα στράτας ντ’ επορπάτεσα,
τα γεφύρα ντ’ εδέβα,
έναν κορίτσ’ εγάπεσα,
κι εσέν επαρεδάβα!
Η φυγή στα ξένα εύλογα γεμίζει με θλίψη την ψυχή των συγγενών του ξενιτεμένου και ιδιαίτερα της αγαπημένης του:
Σην ξενιτάν αχπάσκουμαι
κι έναν κορίτσ’ ‘κι αφήν’ με
λέει με, πας κι άλλο ‘κ’ έρχεσαι
για μίαν κι άλλο φίλ’ με.
Δεν λείπουν όμως και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απιστεί και η νέα. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύεται από το παρακάτω δίστιχο:
Έλα, αρνί μ’, έλα, πουλί μ’,
έλα μη τυραννίεις με
σ’ αγκαλόπο μ’ ετράνυνες
κι ατώρα ‘κ’ εγνωρίεις με;
Άλλοτε πάλι ο νέος ενοχλείται από την εγωιστική συμπεριφορά της και με τρόπο ωμό και αποκαλυπτικό της καταγωγής και της κοινωνικής εμβέλειάς της επιχειρεί να την προσγειώσει:
Πολλά ψηλά πα μη πετάς,
πολλά ψηλέσσα ‘κι είσαι
ση γειτονία μ’ κάθεσαι,
εξέρω ποίος είσαι!
Όταν όμως η αδιαφορία και ο εγωισμός της θα ξεπεράσουν τα επιτρεπτά όρια, τότε γεμάτος οργή ο πληγωμένος από τον έρωτα θα ξεστομίσει κατάρα βαριά και πρωτάκουστη:
Κόρη μ’, να μη αναπάεσαι,
η ψη σ’ να μη εβγαίνει,
να κατασπά’νε τα χείλα σ’,
να τρέχ’ νε τα φαρμάκα.
ή
Κόρη τον τόπον ντο πατείς
χλοή να μη φυτρώνει,
τον δρόμον ντο πορπάτεσες
νερόν μη ευρισκάται.
Πάντως, την ομορφιά της νέας θα δώσει επιγραμματικά και με έντονο ρεαλισμό το ακόλουθο δίστιχο:
Τα μαλλόπα τ’ς ψηλά ψηλά
σον αέρα δαλέγουν,
ήντσαν τερεί σον πρόσωπο σ’
τ’ ομμάτα τ’ χαντιλέουν.
Σ’ άλλο δίστιχο η ομορφιά της έχει αναστάσιμη δύναμη. Έτσι και τα ξερόκλαδα ακόμη μπορεί να τα κάνει ν’ ανθοφορήσουν:
Σο παραθύρ’ εκάθουσουν
ξερά έσαν τα ξύλα
και ας σην εμορφάδα σου
ανθούν και φέρ’νε φύλλα.
Τέλος, τόση είναι η αγάπη του ερωτευμένου και τόσος ο φόβος του μήπως αποδειχτεί άπιστη η αγαπημένη του, ώστε βασανίζεται από εφιαλτικά όνειρα:
Απόψ’ είδα σε σ’ όνειρο μ’,
αλλού εστεφανώθες·
έρθανε, είπαν εμ’ ατο
μέκαρ’ επαλαλώθες;