Θρύλος των βουνών της Σάντας και ηγέτης των Ισχανανταίων κατά το ποντιακό αντάρτικο, ο καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης αν και απέκτησε τις διαστάσεις θρύλου είχε έναν μάλλον άδοξο θάνατο.
Αφού κατάφερε να γλιτώσει από μουσουλμάνους ληστοσυμμορίτες, χωροφύλακες, αγάδες και Τούρκους τσέτες, στις 10 Φεβρουαρίου 1937, ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπους, ποδοπατήθηκε από τα άλογά του όταν έπεσε από το κάρο. Ήταν 50 ετών.
Με αυτόν τον τρόπο έφυγε από τη ζωή στη Νέα Σάντα Κιλκίς ένας από τους πιο φημισμένους οπλαρχηγούς, που έδρασε κυρίως στην περιοχή της γενέτειράς του στον Ανατολικό Πόντο και εμφανίστηκε σε μια εποχή που ο αγώνας ανέδειξε μια νέα γενιά.
Στην Ελλάδα κατάφερε να φτάσει το 1924 μαζί με άλλους πέντε αντάρτες, έπειτα από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης και πρωτοβουλία του βουλευτή Λαμπριανού Λαμπριανίδη, καθώς οι Τούρκοι δεν τους είχαν επιτρέψει να αναχωρήσουν με την Ανταλλαγή.
Έτσι, ο μπαρουτοκαπνισμένος καπετάνιος επέστρεψε στο επάγγελμα του κτηνοτρόφου, όπως στον Πόντο.
Για το θάνατο του Ευκλείδη Κουρτίδη ο φίλος του και λυράρης Τσορτάντ’ς (Γιάννης Τσορτανίδης) έγραψε και τραγούδησε ένα μοιρολόι, το «Ατός που κ’ εφοούτονε… (τ’ Ευκλείδη η τραβωδία)».
Το ηχητικό από τη ραδιοφωνική εκπομπή στην οποία το παρουσίασε έχει διασωθεί από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. Οι πρώτοι στίχοι λένε τα εξής:
Ας αρχινώ και λέω σας ολίγα μοιρολόγια
ους να τελένω μη κλαίτε-ν ντο ακούτε-ν τα λόγια.
’Σ σα χίλια εννιακόσια τριάντ’ εφτά τη χρονίαν
δέκα τ’ Άε Χαραλαμπή και ημερομηνίαν.
’Σ σα έντεκα τ’ Άε Βλασσή Ευκλείδης εσκοτώθεν
π’ έκ’σεν το μαύρον το χαπάρ’ τα ραχία ’φορτώθεν.
Πού είσαι, βαχ! νε Κίρτογλη, καπετάνιε Ευκλείδη,
να ελέπ’ς: όλιεν ο κόσμος -ι- σ’, οι συγγενείς και φίλοι.
Η κηδεία του Ευκλείδη Κουρτίδη έγινε στις 11 Φεβρουαρίου 1937.