Τέτοιες μέρες, πριν από 22 χρόνια, η κυβέρνηση της Ελλάδας, υπό το κράτος του τρόμου, υπέκυψε στις πιέσεις της Τουρκίας, των ΗΠΑ και του Ισραήλ και παρέδωσε τον ηγέτη των Κούρδων του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτζαλάν στους Τούρκους.
Η εθνική ζημιά που προκλήθηκε στα εθνικά μας συμφέροντα από την παράδοση του Άπο στους Τούρκους είναι ανυπολόγιστη.
Ενώ στη συνείδηση των 40 εκατομμυρίων Κούρδων οι Έλληνες ήμασταν ο πιο συμπαθής, σχεδόν συγγενικός, λαός, με την παράδοση του Άπο άνοιξε ανάμεσά μας ένα χάσμα, ένας γκρεμός, με την εικόνα της Ελλάδας να ταυτίζεται με αυτήν του συμμάχου που παρέδωσε τον ηγέτη ενός λαού στον εχθρό του.
Μπορεί ο Άπο να είναι αιχμάλωτος του τουρκικού κράτους όλα αυτά τα χρόνια, όμως ο κουρδικός λαός αγωνίστηκε και το κίνημα που δημιούργησε ο Οτζαλάν ενισχύεται και καταξιώνεται διεθνώς, εις πείσμα των ισλαμοφασιστών της Άγκυρας.
Με την ελπίδα η Ελλάδα θα αντιληφθεί επιτέλους έστω και τώρα την τεράστια γεωπολιτική σημασία του Κουρδικού Ζητήματος και τον καθοριστικό ρόλο που παίζει στις εξελίξεις το κίνημα που δημιούργησε ο Οτζαλάν, παραθέτουμε άρθρο του έγκριτου Αμερικανού ακαδημαϊκού Michael Rubin για το θέμα, που δημοσιεύθηκε στο National Interest, με το οποίο ζητεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να γίνει συνομιλητής και να αναγνωρίσει το ΡΚΚ.
«Δεν είναι πέρα από τη σφαίρα πιθανότητας το PKK να αναλάβει τον έλεγχο και της πρωτεύουσας του αυτόνομου Κουρδιστάν, Ερμπίλ»
Γράφει ο Michael Rubin
Η ιρακινή κυβέρνηση στη Βαγδάτη και η περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο Ερμπίλ υπέγραψαν κοινή συμφωνία ασφάλειας στις 9 Οκτωβρίου 2020, «για την αποκατάσταση της σταθερότητας και την ομαλοποίηση της κατάστασης στην επαρχία Σιντζάρ», την αμφισβητούμενη ορεινή περιοχή στο ΒΔ Ιράκ που κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από τους Κούρδους Γεζίντι, μια θρησκευτική ομάδα του Ιράκ. Ο επείγων χαρακτήρας της συμφωνίας – και ο λόγος για τον οποίο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τα Ηνωμένα Έθνη υποστήριξαν και οι δύο τις συνομιλίες– δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι Βαγδάτη και Ερμπίλ διεκδικούν και οι δυο τον έλεγχο του Σιντζάρ, αλλά κυρίως με την επιθυμία να αποκλειστεί από την περιοχή αυτή το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK).
Το PKK εμφανίστηκε πριν από περισσότερα από σαράντα χρόνια με φόντο τόσο την πολιτική όσο και την εθνοτική πόλωση της Τουρκίας και τον Ψυχρό Πόλεμο… Αρκεί να πούμε ότι η Τουρκία θεωρεί το PKK μια τρομοκρατική ομάδα και προσπαθεί όλο και περισσότερο να απονομιμοποιήσει ένα αυξανόμενο δίκτυο κουρδικών πολιτικών και πολιτιστικών οργανώσεων για υποτιθέμενους δεσμούς με αυτό. Για ένα τέταρτο του αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν με το θέμα. Το 1997, στο πλαίσιο των προσπαθειών των ΗΠΑ για υποστήριξη πώλησης όπλων στην Τουρκία, η κυβέρνηση Κλίντον χαρακτήρισε επίσημα το PKK ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση. Ενώ το Βέλγιο μεταξύ άλλων κρατών έχει βγάλει το ΡΚΚ από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, η πολιτική αδράνεια και η εχθρότητα που πηγάζει από το ριζωμένο λόμπι της Τουρκίας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, συνεχίζει να εμποδίζει οποιαδήποτε επανεξέταση του θέματος από τις ΗΠΑ, παρά την συνεργασία με ένα σκέλος του ΡΚΚ στη ΒΑ Συρία .
Ούτε η ιρακινή συμφωνία για το Σιντζάρ ούτε οι προσπάθειες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αποκλείσουν το PKK θα λειτουργήσουν, ωστόσο, για έναν απλό λόγο: Η τιμωρία του ΡΚΚ δεν δικαιώνει και δεν προσδίδει στους ανταγωνιστές του νομιμότητα.
Εξετάστε την περίπτωση του Σιντζάρ: Το ΡΚΚ ριζώθηκε στην περιοχή επειδή οι περισσότεροι Γεζίντι πιστεύουν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν του Μασούντ Μπαρζανί τους πρόδωσε και παρέδωσε την περιοχή αλλά και τους ίδιους στο Ισλαμικό Κράτος.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο το Σιντζάρ. Ο Ερμπίλ μπορεί να είναι η πρωτεύουσα του Ιρακινού Κουρδιστάν, έδρα προξενείου των ΗΠΑ και μια πόλη που κυριαρχείται από την οικογένεια Μπαρζανί, αλλά έχει μέσα της στο στοιχείο της αστάθειας. Οι ντόπιοι – ακόμη και τα μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν – καταδικάζουν όλο και περισσότερο τον πρωθυπουργό Μασρούρ Μπαρζανί για την ανικανότητά του, την πολιτική καταστολής και τη διαφθορά του. Οι εντάσεις και οι διαφορές μεταξύ του Μασρούρ και του ξαδέλφου του Νετζιρβάν Μπαρζανί, του περιφερειακού προέδρου, είναι πλέον εμφανείς.
Τις τελευταίες ημέρες η φήμη της οικογένειας Μπαρζανί που διοικεί το αυτόνομο Κουρδιστάν αμαυρώθηκε ακόμη περισσότερο όταν έγιναν αποκαλύψεις για εγκλήματά της.
Στην πραγματικότητα, οι ντόπιοι Κούρδοι βλέπουν όλο και περισσότερο την ανομία της οικογένειας Μπαρζανί με τον ίδιο τρόπο που κάποτε οι Ιρακινοί έβλεπαν τον Σαντάμ Χουσεΐν και τους γιους του Ουντάι και Κουσάι.
Ο Αμερικανός πρόξενος μπορεί να κάθεται στην έδρα του και, από καιρού εις καιρόν να επισκέπτεται Κούρδους αξιωματούχους στα γραφεία τους, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν χάνει τη νομιμότητά του ακόμη και στα παραδοσιακά του οχυρά. Επειδή οι περισσότερες από τις καταχρήσεις και περιπτώσεις διαφθοράς σχετίζονται με την οικογένεια, το PKK είναι σε θέση να αντιπαραβάλλει τον εαυτό του και να διατηρήσει μια καθαρή εικόνα, καθώς στην ηγεσία του δεν υπάρχει ούτε οικογενειοκρατία ούτε αυτή εμπλέκεται σε επιχειρηματικές συναλλαγές και υποθέσεις διαφθοράς.
Πράγματι, καθώς το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν συνεχίζει να αιμορραγεί και να χάνει τη λαϊκή νομιμοποίηση και ενώ δεν υπάρχουν άλλα βιώσιμα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν είναι πέρα από τη σφαίρα πιθανότητας ότι το ΡΚΚ θα μπορούσε τελικά να αναλάβει τον έλεγχο της πρωτεύουσας του αυτόνομου Κουρδιστάν, της Ερμπίλ.
Η ίδια δυναμική υπάρχει και στη ΒΑ Συρία. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιζητεί εδώ και χρόνια να προωθήσει αντιπροσώπους του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν εις βάρος εκείνων των κομμάτων που εξελίχθηκαν μέσω φιλοσοφικής επιρροής του ΡΚΚ, αλλά απέτυχε σταθερά για έναν απλό λόγο: Η διαφθορά απονομιμοποιεί οποιοδήποτε κόμμα κυριαρχείται από μία οικογένεια.
Η Τουρκία και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μπορεί να είναι απογοητευμένοι που το ΡΚΚ συνεχίζει να ενισχύεται τόσο όσον αφορά τη δύναμη όσο και τη δημοτικότητά του και να εξαπλώνεται στη Συρία, το Ιράκ και, εν προκειμένω, το ίδιο το Ιράν και την Τουρκία. Οι Τούρκοι ηγέτες και οι Αμερικανοί διπλωμάτες πρέπει να καταλάβουν το γιατί:
Η Τουρκία μπορεί να κάνει το πάν για να κάνει την κοινωνία της να πιστέψει ότι το ΡΚΚ είναι τρομοκράτες, αλλά για τους περισσότερους Κούρδους η ομάδα αυτή είναι η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση απέναντι σε μια πολιτική τάξη που είναι εντελώς διεφθαρμένη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα στελέχη και οι συνεργάτες του ΡΚΚ δεν έχουν τα δικά τους δημοκρατικά ελλείμματα ούτε ότι δεν έχουν κάνει κι αυτοί κατάχρηση εξουσίας. Ούτε σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υποστηρίξουν το παρελθόν του ΡΚΚ ή να αποδεχθούν τις αφηγήσεις που κάνουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Αντ’ αυτού, μια πιο συνετή και ρεαλιστική πολιτική της Ουάσινγκτον θα ήταν να συνεργαστεί με κουρδικές ομάδες που έχουν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν πολιτική βία, προκειμένου να βελτιώσει την κατάσταση και να τις οδηγήσει πιο κοντά στη δημοκρατία. Αμερικανοί διπλωμάτες μπορούν να συνεχίσουν να συναντιούνται με τους αξιωματούχους του Μπαρζανί, αλλά πρέπει επίσης να συναντηθούν και με την αντιπολίτευση, δηλαδή με το ΡΚΚ.
Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ πρέπει να αντιμετωπίζουν το PKK ισότιμα, ως κόμμα. Επίσης, οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι Γεζίντι δεν μπορούν να ξεχάσουν την προδοσία και ότι η κουρδική κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να αντέξει την καταστολή και τη διαφθορά, ούτε τα σκάνδαλα, την διαφθορά και καταπίεση της οικογένειας Μπαρζανί.
Με απλά λόγια, είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν να σχεδιάζουν τις κουρδικές πολιτικές τους μέσω του φακού της Τουρκίας ή μιας άρχουσας οικογένειας όλο και πιο απονομιμοποιημένης στα μάτια των ψηφοφόρων της, και αντ’ αυτού να συνεργάζονται με εκείνα τα κινήματα που έχουν κερδίσει την πραγματική νομιμοποίηση.
Ο αποκλεισμός και ο ορισμός του PKK ως τρομοκρατική οργάνωση απλά δεν πρόκειται να φέρει κανένα αποτέλεσμα, αυτή η πολιτική δεν πρόκειται να λειτουργήσει ποτέ.