Η αύξηση της θητείας στο στρατό ξηράς θυμίζει εν πολλοίς το προαιώνιο δίλημμα μεταξύ ελλείμματος και χρέους. Ακόμη και αν μας μηδενίσουν το χρέος, σε 10 χρόνια θα έχουμε πάλι το ίδιο ποσοστό, καθώς παράγουμε διαρκώς ελλείμματα. Ομοίως, λοιπόν, η αύξηση της θητείας φυσικά και επικροτείται, αλλά σημαίνει ελάχιστα πράγματα αν δε συνοδευτεί και από άλλα μέτρα.
Πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα είναι το δημογραφικό. Η γήρανση του πληθυσμού και η μακροπρόθεσμη μείωσή του, πέραν των τεραστίων προβλημάτων που δημιουργεί στο ασφαλιστικό και στη συντήρηση των κοινωνικών δομών, αφήνει το αποτύπωμά της και στο στράτευμα, καθότι η υποστελέχωση πρέπει να αναπληρωθεί από έξυπνα –αλλά και πανάκριβα– συστήματα χαμηλών απαιτήσεων ως προς τη στελέχωση.
Συνεπώς, η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής θα καθίσταται εφικτή μέσω των ολοένα και περισσότερο μεγαλύτερων δαπανών για προωθημένα εξοπλιστικά προγράμματα.
Υπ’ αυτούς τους όρους, η αύξηση της στρατιωτικής θητείας χωρίς μια συντεταγμένη πολιτική αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας και αντιστροφής του brain drain σε brain gain απλά μεταθέτει το πρόβλημα λίγα χρόνια αργότερα.
Δεύτερο ζήτημα είναι η κουλτούρα ασφάλειας η οποία έχει απολεσθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η διατήρηση ενός ευμεγέθους στρατεύματος με την ταυτόχρονη αντίληψη ότι η θητεία είναι βάρος και «χάσιμο χρόνου» –παρά το γεγονός βέβαια ότι δεν θεωρείται «χάσιμο χρόνου» ο φοιτητής, για παράδειγμα ,να χρειάζεται 8-9 ή και περισσότερα χρόνια για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και μάλιστα χωρίς να εργάζεται–, συνιστά σχήμα οξύμωρο.
Το στράτευμα πρέπει να είναι επαρκώς στελεχωμένο, ενώ η ηθική και πρακτική νομιμοποίηση της θητείας στη συνείδηση των πολιτών μπορεί να επέλθει μέσω της εκμάθησης δεξιοτήτων ή και της παράλληλης πρακτικής άσκησης με την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από τις Ένοπλες Δυνάμεις, κατά προσαρμογή του ισραηλινού παραδείγματος.
Η κουλτούρα ασφάλειας στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου στη σύγχρονη εποχή μέσω της διασύνδεσης της έννοιας της ασφαλείας με τη χρεία, δηλαδή με την εμπέδωση της αντίληψης ότι το διακύβευμα της στρατιωτικής ενίσχυσης συνδέεται με τη δική σου επιβίωση και ευημερία.
Επ’ αφορμή της αναφοράς στο ισραηλινό παράδειγμα, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι θεσμοθετημένη υποχρεωτική τριετούς διάρκειας θητεία για τους άνδρες και διετούς διάρκειας για τις γυναίκες, με υποχρεωτική στράτευση στην ηλικία των 18 ετών, στοιχεία που υποβοηθούν στον εδραίο σεβασμό των Ενόπλων Δυνάμεων από ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της ισραηλινής κοινωνίας.
Προσωπικά θυμάμαι τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Bar-Ilan Efraim Inbar να μου περιγράφει πόσο βαρέως εξακολουθούσε να φέρει το γεγονός ότι δεν κατάφερε να επιστρέψει έγκαιρα στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Yom Kippur και να πολεμήσει επειδή σπούδαζε στο Σικάγο των ΗΠΑ και απαγορεύτηκαν οι μετακινήσεις από και προς το εξωτερικό, παρά του ότι επιστρατεύτηκε σε δύο άλλους πολέμους ως αλεξιπτωτιστής.
Εκτός της συναισθανόμενης ηθικής υποχρέωσης, στο Ισραήλ οι Ένοπλες Δυνάμεις συνιστούν ένα δίαυλο κοινωνικής ανέλιξης αλλά και εύρεσης ευκαιριών απασχόλησης λόγω των προγραμμάτων κατάρτισης, στα οποία ήδη έγινε αναφορά παραπάνω.
Τρίτο ζήτημα είναι η περαιτέρω θεσμοποίηση της διαδικασίας χάραξης στρατηγικής.
Η χρηστή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, όπως αυτοί θα προσφερθούν μέσω της αύξησης της στρατιωτικής θητείας, αλλά και όσα εν γένει κατατίθενται εντός του παρόντος κειμένου, δεν μπορούν να καταστούν εφικτά αν δεν τεθούν εντός ενός πλαισίου ορισμού σκοπών και μέσων σε βάθος δεκαετιών.
Με άλλα λόγια, η ίδρυση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, όπως έχει επανειλημμένα περιγράψει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μάζης, θα αποστειρώσει τη διαδικασία χάραξης στρατηγικής και θα την κρατήσει μακριά από τη γνωστή ελληνική μικροκομματική αντιπαράθεση. Η συγκρότηση μιας τέτοιας σταθερής δομής θα διασφαλίσει τη σταθερή χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων δίχως παλινωδίες και αστερίσκους, ενώ ο στρατηγικός σχεδιασμός θα είναι τόσο αμετάβλητος μακροπρόθεσμα, ώστε δε θα χρειάζεται να πηγαίνουμε άρον-άρον σε πανάκριβους εξοπλισμούς της τελευταίας στιγμής.
Για το τέλος αφήνω ίσως το πιο «ευαίσθητο» ζήτημα της αναξιοκρατίας, της ευνοιοκρατίας και της διαπλοκής. Σχεδόν άπαντες έχουμε ευνοηθεί ή έχουμε ευνοήσει ή έχουμε επιχειρήσει ή θα θέλαμε να ευνοηθούμε και να ευνοήσουμε, καθώς άλλωστε η ηθική απαξία παραμένει. Εντούτοις, αυτό δε σημαίνει ότι κάποια στιγμή πρέπει να μπει ένα τέλος ζητώντας απολογούμενοι από τις επόμενες γενιές να κάνουν το καθήκον τους.
Δεν είναι μόνο η διάρκεια της θητείας, καθώς τα περιστατικά των ευνοϊκών μεταθέσεων, των εκατοντάδων παράτυπων τοποθετήσεων σε κάθε ΕΣΣΟ στο Πολεμικό Ναυτικό και στην Πολεμική Αεροπορία και των χιλιάδων στρατιωτών που υπηρετούν στα «σύνορα Παπάγου-Ψυχικού» συμβάλουν καθοριστικά στη λειψανδρία στις μονάδες της παραμεθορίου, οι οποίες είναι στελεχωμένες συχνά κατά 15% ή 20%, ενώ θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον στο 60%.
Η εικόνα, επίσης, υψηλόβαθμων αξιωματικών να συνδιαλέγονται με την πολιτική εξουσία και να ακολουθούν πειθήνια τις ντιρεκτίβες του ρουσφετολογικού κράτους προκειμένου να φθάσουν στα ανώτατα κλιμάκια, είναι απογοητευτική και επιφέρει την έλλειψη κύρους και αξιοπιστίας στο στράτευμα.
Δυστυχώς μεγάλη μερίδα των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων διακατέχεται έστω υπόρρητα από το ενοχικό σύνδρομο της χούντας των συνταγματαρχών, με τη φασίζουσα αντίληψη, τη γραφικότητα και την αντιδημοκρατική συγκρότηση να έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους ως ενοχή στα μεταγενέστερα στελέχη.