Ω ξειν, αγγέλλειν Έλλησι, ότι τήδε κείμεθα τοις Κείνου ρήμασι πειθόμενοι, μη κάμπτοντες γόνυ τω Βάαλ.
Έτσι που γίναν τα πράγματα πια, πιο πολύ με κρατούν όρθιο τα βλέμματα παρά τα λόγια. Θεέ μου Μεγαλοδύναμε δώσ’ μας τη δύναμη να σταθούμε∙ εις τέλος.
Μέγαν εύρατο.
Ο Αϊ-Δημήτρης δεσμώτης. Κρέμονταν οι βαριές αλυσίδες στα χέρια όπως καθόταν στην πέτρα. Πέτρινο μπουντρούμι, ημίφως, υγρασία. Το κεφάλι ήταν σκυφτό και προσευχόταν∙ κι οι αλυσίδες κρέμονταν. Μπήκε ο Νέστορας, μίλησε κι είπε. Παρακάλεσε. Σήκωσε ο δεσμώτης το κεφάλι του και φωτίστηκε ο τόπος απ’ το βλέμμα του. Σήκωσε τα χέρια και σταύρωσε τον επισκέπτη κι οι αλυσίδες κουδούνισαν σαν να ’ταν θυμιατό. Ή μήπως ήταν θυμιατό; Πώς ευωδίασε έτσι ο τόπος; Ποιος Λυαίος; Ποια άλλα άνευ σημασίας πρόσωπα και πράγματα του κόσμου τούτου; Αυτοκράτορες όντες, μηδέ εαυτούς δύνανται κρατείν… Γύρισαν και οι δύο και με κοίταξαν.
Γιατί με κοιτάτε έτσι;
Ο κυνηγός.
«Τον βλέπω να σφογγίζεται κι ακούω μοιρολόγι. Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίει! Και τίνος το θλιμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει; Ακούω λόγια καθαρά: -Ελένη μου, παιδιά μου, Αγαπημένα Γιάννινα! Ω, τι ακούν τ’ αυτιά μου..!».[1]
Ο Καλόγηρος κάθετ’ απάν’ στο κούτσουρο και κοιτά τον διαβάτη που ξεδιψά με το νεράκι που τον κέρασε. Ο διαβάτης μάζεψε ένα λιγνό ξερόκλαδο από κάτω. Γύρισε και με κοίταξε κι έδειξε τον καλόγηρο με το ξερόκλαδο κι είπε: «Γιάννη Γούναρη ή Ζούκα τον έλεγαν στον κόσμο κι ήταν από τα Γιάννινα. Τον είχε ο Αλή Πασάς στη δούλεψή του για κυνηγό. Όταν έπεσε το κεφάλι εκείνου του θηρίου, τον πήρε κοντά του ο Ομέρ Βρυώνης για την ίδια δουλειά, ότι ήταν περιζήτητος ως δεινός σκοπευτής. Κρατούσε σε ομηρία τη γυναίκα και τα παιδιά του κι έτσι πίστευε πως τον είχε δεμένο καλά. Τον είχε πάρει μαζί του στην πολιορκία του Μεσολογγίου.
»Ο Ζούκας ήταν π’ άφησε το στρατόπεδο των Τούρκων βγαίνοντας δήθεν για κυνήγι κι ειδοποίησε τον Μακρή στα κρυφά. Του είπε για την επίθεση που ετοίμαζαν ανήμερα τα Χριστούγεννα οι Οθωμανοί στο Μεσολόγγι. Ήταν η πρώτη πολιορκία∙ σώθηκαν εξαιτίας του τόσες ψυχές. Έπαθαν οι Τούρκοι χαλασμό μεγάλο. Ο Ομέρ, όμως, κάπως το κατάλαβε ότι αυτός τον πρόδωσε κι έσφαξε γι’ αντίποινα τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ήρθε ύστερα ο Ζούκας εδώ, καλογέρεψε κι έγινε ερημίτης. Εδώ, στην Παναγιά την Ελεούσα της Κλεισούρας, για ν’ αντέξει τον πόνο τον αφόρητο. Κι άλλοι είναι που μαρτύρησαν, αλλά τέτοιο πράγμα…».
«Καταλαβαίνεις;», με ρώτησε και το ξερόκλαδο που ’δειχνε προς τον μάρτυρα άνθισε στο χέρι του. Ύστερα γύρισε κι ο καλόγηρος. Δεν ξέρω τι απ’ τα δυο ήτανε πιο βασανισμένο, το ράσο ή το πρόσωπό του;
«Καταλαβαίνεις;», με ρώτησε κι αυτός ψιθυριστά. Μα ποιος Αλής και ποιος Ομέρ; Ποιος σύγχρονος Κωλέττης; Κι ύστερα κι οι δυο με μια φωνή με ρώτησαν κοιτώντας με βαθιά στα μάτια: «Καταλαβαίνετε;».
Γιατί με κοιτάτε έτσι;
Απ’ την Καστοριά ως τον Πόντο
«Όταν πλησιάζουν δίνουν το σύνθημα, “Κρήτη”, και ο Καραβαγγέλης απαντά, “Μακεδονία”. Φτάνουν στην όχθη και μπαίνουν στα καΐκια, καμιά εικοσιπενταριά άντρες. Ο Δεσπότης είχε φέρει μαζί του κρέας, φρούτα και κρασί. Όταν ανοίχτηκαν αρκετά, όλη η λίμνη αντηχούσε από το “Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά”, από τον εθνικό ύμνο και άλλα τραγούδια.».[2]
Θέαμα ασυνήθιστο και ξένο. Απάνω στο μαύρο άτι ο καβαλάρης ήταν ένας Δέσποτας που φορούσε μαύρο αδιάβροχο. Οι δερμάτινες μπότες του έφταναν ψηλά ως το γόνατο. Το αντερί του το ’χε σηκωμένο, με τις άκρες του μέσα στις τσέπες για την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων. Πάνω απ’ το καλυμαύκι είχε ριγμένο μαύρο μαντίλι. Στο στήθος είχε σταυρωτά φυσιγγιοθήκες με σφαίρες κι απ’ τον ώμο κρεμόταν το μάλινχερ. Το φαρδύ πέτσινο ζωνάρι του είχε απ’ τη μια τη θήκη του πιστολιού κι απ’ την άλλη ένα μαχαίρι πολεμικό στη θήκη του.2
Έσκυψε και είπε: «Σαράντα χρόνια αγώνες… Με οδηγούς τους γενναίους Ιεράρχες- πολεμιστές του ένδοξου ’21. Έτσι το θέλησε ο Θεός και τελείωσα τον επίγειο βίο μου στη Βιέννη εν ειρήνη – εν πτωχεία και ειρήνη. Έθαψα κι έκλαψα τόσους και τόσους αγαπημένους φίλους. Εθνομάρτυρες, ήρωες∙ όχι αστεία. Απ’ την Μακεδονία ως τον Πόντο. Τόσο αίμα, τόσα μαρτύρια».
Το βλέμμα του είχε περηφάνια αλλά και παράπονο. Κι ύστερα γέλασε δυνατά και είπε: «Ήμουν και καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης κι ύστερα επίσκοπος στο Πέραν, στην Πόλη. Έτσι ξεκίνησα και κοίτα με!». Έκανε μια θεατρική, μεγαλοπρεπή κίνηση απάνω στο άλογο, ανοίγοντας τα χέρια, για να φανεί καλά-καλά η πολεμική του εξάρτυση. «Χα! Χα! Έχετε τέτοιους καθηγητές; Έχετε τέτοιους παπάδες σήμερα;». Κι ύστερα, απότομα το πρόσωπό του γέμισε θλίψη. «Δεν χύθηκε τόσο αίμα για την ελευθερία σας, για να την ξεπουλάτε, για να την αποποιείστε, για να την εκχωρείτε οικειοθελώς. Φοβισμένοι, αποχαυνωμένοι, αξιολύπητοι». Μα, γιατί κοιτά κι αυτός έτσι;
Αντέχονται τέτοια βλέμματα;
[1] Κ. Κρυστάλλης. Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου. Εκδ. Αλ. Παπαγεωργίου, Αθήνα, 1890.
[2] Α. Κοσματόπουλος. Ο Αγρός του Αίματος. Εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2003.