Η μεγαλύτερη αλλαγή στο ευρωπαϊκό εμπόριο τα τελευταία 48 χρόνια, από τότε που το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε μέλος του ευρωπαϊκού μπλοκ, υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, με τις εταιρείες να… παλεύουν με τη γραφειοκρατία, τους χρόνους εξαγωγών να έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες να χρειάζονται επανασχεδιασμό.
Σχεδόν έναν μήνα μετά το οριστικό Brexit και την αποχώρηση από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση, οι όγκοι εμπορευμάτων που διακινούνται μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν μειωμένοι κατά 38% την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου συγκριτικά με την αντίστοιχη εβδομάδα πέρσι.
Οι αλιείς ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν το πλήγμα, καθώς οι Ευρωπαίοι αγοραστές απέρριψαν τα προϊόντα τους ως ακατάλληλα, καθώς έφτασαν με καθυστέρηση λόγω των υγειονομικών ελέγχων, των πιστοποιητικών και τελωνειακών δηλώσεων. Επιπλέον, τεράστια γραφειοκρατία «πάγωσε» τις εξαγωγές σειράς προϊόντων, όπως τα τυριά και τα βοδινά κρέατα.
Περίπου το ένα πέμπτο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που εξάγουν στην ΕΕ έχουν προσωρινά αναστείλει τις πωλήσεις.
Πλέον, οι βρετανικές εταιρείες κινδυνεύουν και με δασμούς πουλώντας στην ΕΕ προϊόντα που κατασκευάστηκαν με πρώτες ύλες από την Ασία. Για παράδειγμα, ο κολοσσός διαδικτυακής πώλησης ενδυμάτων ASOS αναμένει φορολογική επιβάρυνση ύψους 21 εκατ. δολαρίων παρόλο που το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών του πωλήσεων διεκπεραιώνεται μέσω των εγκαταστάσεών του στο Βερολίνο, αφού κάποιες συνεχίζουν να εισέρχονται πρώτα στη Βρετανία.
Έτσι οι πωλήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται απαγορευτικές, με εταιρείες αλλά και καταναλωτές να καλούνται να πληρώσουν επιπλέον για τέλη κατανάλωσης, ΦΠΑ και μεταφορικά.
Όμιλοι logistics ανέφεραν ότι το κόστος πρόσληψης Ευρωπαίων οδηγών προκειμένου να φέρουν προϊόντα στη Βρετανία έχει αυξηθεί. Το γεγονός χρειάζονται και αρνητικό τεστ για Covid-19 σημαίνει ότι το νησιωτικό κράτος αποτελεί πολύ λιγότερο ελκυστικό προορισμό.
Τι συμβαίνει με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες
Η εμπορική συμφωνία του Brexit μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ δεν καλύπτει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αφήνοντας το οικονομικό κέντρο του Σίτι του Λονδίνου εν πολλοίς αποκομμένο από το ευρωπαϊκό μπλοκ.
Στις αρχές Ιανουαρίου προς την ηπειρωτική Ευρώπη μετακινήθηκαν ημερήσιες συναλλαγές επί μετοχών αξίας 6 δισ. ευρώ, και παράλληλα ένα μεγάλο κομμάτι σε συναλλαγές swaps. Αυτό δημιούργησε ερωτήματα για την αξία της όποιας μελλοντικής πρόσβασης στην ΕΕ, δεδομένου ότι οι βρετανικές τράπεζες και οι πλατφόρμες συναλλαγών έχουν ανοίξει μονάδες στο ευρωπαϊκό μπλοκ.
Οι Βρυξέλλες έχουν πει ότι δεν θα εξετάσουν τη χορήγηση περαιτέρω πρόσβασης ισοδυναμίας έως ότου υπάρξει ένα ρυθμιστικό σύμφωνο συνεργασίας και μέχρι να εξεταστεί η σχεδιαζόμενη απόκλιση της Βρετανίας από τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Το Λονδίνο δεν επιθυμεί να έχει έναν όγκο ρυθμίσεων προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του ως κορυφαίου στον κόσμο χρηματοπιστωτικού κέντρου μετά το Brexit, αλλά είναι έτοιμο να δράσει εάν η ΕΕ παρεμποδίσει την πρόσβαση, δήλωσε στο Reuters η πολιτική επικεφαλής του φορέα που είναι υπεύθυνος για το Σίτι του Λονδίνου.
Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει πει ότι η Βρετανία δεν θα πρέπει να υποκύψει στους κανόνες της ΕΕ απλά και μόνο για να διασφαλίσει καλύτερη πρόσβαση, προειδοποιώντας ότι το τίμημα μπορεί να είναι πολύ υψηλό.
Η κατάσταση στην Ιρλανδία
Την πιο ξεκάθαρη επίπτωση από το Brexit μπορεί να την δει κανείς στα λιμάνια όπου τεράστια πλοία μεταφέρουν τώρα εμπορεύματα απευθείας μεταξύ της Ιρλανδίας, κράτους-μέλους της ΕΕ, και του υπόλοιπου ευρωπαϊκού μπλοκ προκειμένου να γλιτώσουν τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις που συνδέονται με την κάποτε ταχύτερη διαδρομή μέσω Βρετανίας.
Σε ράφια των σουπερμάρκετ στην Ιρλανδία και στη βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες ελλείψεις καθώς οι εταιρείες λιανικού εμπορίου πασχίζουν να διαχειριστούν τη σχετική γραφειοκρατία, μια κατάσταση που μπορεί να επιδεινωθεί ύστερα από τη λήξη της τρίμηνης περιόδου χάριτος για τις αγορές της Βόρειας Ιρλανδίας.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει επίσης πληγεί σοβαρά λόγω του αριθμού των Ιρλανδών καταναλωτών που ψωνίζουν διαδικτυακά από καταστήματα της Μεγάλης Βρετανίας. Ορισμένοι Βρετανοί προμηθευτές έχουν σταματήσει τις συναλλαγές ενώ όμιλοι logistics στη Βόρεια Ιρλανδία έχουν προειδοποιήσει ότι οι τιμές αυξάνονται καθώς τα φορτηγά επιστρέφουν από τη Βρετανία άδεια.