Τις παγκόσμιες ανισότητες ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και στις φτωχές χώρες αναδεικνύει το Economist Intelligence Unit (EIU) με αφορμή τα εμβολιαστικά προγράμματα κατά της Covid-19. Και αυτό γιατί, παρά τους έστω και μετ’ εμποδίων εμβολιασμούς, οι πρώτες αναμένεται να πετύχουν συλλογική ανοσία έως το τέλος του 2021, ενώ οι δεύτερες όχι πριν από το 2024, και μερικές ούτε καν έως τότε.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, το Ισραήλ και ίσως μερικές ακόμη, πιθανώς θα επιτύχουν «εκτεταμένη εμβολιαστική κάλυψη», δηλαδή σε όλες τις ευπαθείς ομάδες, το υγειονομικό προσωπικό και σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού τους, έως το τέλος του έτους.
Κάτι ανάλογο θα κάνουν ακόμη μερικές ανεπτυγμένες χώρες έως τα μέσα του 2022 και οι περισσότερες χώρες μεσαίου εισοδήματος έως το τέλος του 2022.
Μετά, όμως, το… χάος. Εκτιμάται ότι 84 χώρες –οι πιο φτωχές– θα αργήσουν να αποκτήσουν επαρκείς δόσεις και κάποιες θα δίνουν αγώνα έως το 2025 για τη συλλογική ανοσοποίηση του πληθυσμού τους.
Αυτό το παγκόσμιο ρήγμα ανάμεσα στους κατέχοντες και στους μη έχοντες (εμβόλια και όχι μόνο) «πρόκειται να καθορίσει την παγκόσμια οικονομία, το παγκόσμιο πολιτικό τοπίο, τα ταξίδια και σχεδόν τα πάντα», δήλωσε στη Guardian η Αγκάθα Ντεμαρέ, επικεφαλής της μελέτης του EIU.
Πού οφείλονται οι εμβολιαστικές καθυστερήσεις
Οι αιτίες για τις εμβολιαστικές καθυστερήσεις είναι πολλές, όπως η εξασφάλιση των αναγκαίων συστατικών των εμβολίων, οι περιορισμένες δυνατότητες παραγωγής, οι δυσκολίες στην παράδοση, οι ανεπαρκείς ιατρικές υποδομές σε μερικές χώρες, η έλλειψη εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού για να κάνει τα εμβόλια, κ.ά.
Σε χώρες τεράστιες σε έκταση και πληθυσμό, όπως η Ινδία και η Κίνα, και μόνο το να φτάσουν τα εμβόλια σε κάθε γωνιά της επικράτειάς τους αποτελεί άθλο.
Στις δε ανεπτυγμένες χώρες με μεγάλο ποσοστό σκεπτικιστών απέναντι στα εμβόλια, όπως η Ιαπωνία, υπάρχουν πρόσθετες δυσκολίες στη μαζική ανοσοποίηση του πληθυσμού τους έως το τέλος του 2021.