Από την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου έως τουλάχιστον την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021 θα διαρκέσει το καθολικό lockdown στη Γερμανία, σύμφωνα με ανακοίνωση της Άνγκελα Μέρκελ.
Η απόφαση ελήφθη σε τηλεδιάσκεψη που ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από μία ώρα, μετά την αποτυχία των μέτρων που εφαρμόζονται από τις 2 Νοεμβρίου προκειμένου να ανακοπεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού.
Η Γερμανίδα καγκελάριος και οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων αποφάσισαν ότι θα κλείσουν όλα τα εμπορικά καταστήματα, με εξαίρεση φαρμακεία και σουπερμάρκετ, ενώ θα αρθεί η υποχρέωση φυσικής παρουσίας στο σχολείο για τους μαθητές.
Η κατανάλωση αλκοόλ σε δημόσιο χώρο κατά την ίδια περίοδο απαγορεύεται και οι εργοδότες καλούνται και πάλι να ενισχύσουν περαιτέρω την τηλεργασία. Τα κρατίδια αναμένεται επιπλέον να ανακοινώσουν τις δικές τους αποφάσεις σε ό,τι αφορά απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών κατά τις βραδινές, νυχτερινές και πρώτες πρωινές ώρες, ανάλογα με την επιδημιολογική κατάσταση σε κάθε περιοχή.
«Επείγει να δράσουμε –και δρούμε (…) Είναι η ώρα να κάνουμε το αναγκαίο», δήλωσε η Καγκελάριος ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της τηλεδιάσκεψης και απηύθυνε έκκληση στους πολίτες να εφαρμόσουν την «εβδομάδα προστασίας» πριν συναντηθούν με φίλους ή συγγενείς για τις γιορτές, κρατώντας –όπου είναι εφικτό– και τα παιδιά στο σπίτι. Τα σχέδια περί μερικής χαλάρωσης των περιορισμών, που αφορούν τις συναντήσεις των πολιτών σε ιδιωτικούς χώρους έχουν ήδη ακυρωθεί.
«Ο κορονοϊός είναι εκτός ελέγχου. Για αυτό και τώρα χρειαζόμαστε μια εθνική προσπάθεια», δήλωσε σε δραματικό τόνο ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ.
Το σύνθημα, είπε, είναι «ή όλα ή τίποτα», σε ό,τι αφορά το lockdown, «διαφορετικά η Γερμανία θα γίνει το προβληματικό παιδί της Ευρώπης». Για το κρατίδιό του, ο Μάρκους Σέντερ ανακοίνωσε ήδη απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 21:00 έως τις 05:00.
Από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος συμμετείχε στην τηλεδιάσκεψη, τόνισε ότι θα στηριχθούν και τώρα οι επιχειρήσεις που θα πληγούν από το lockdown, με τον σχεδιασμό να προβλέπει αποζημιώσεις ύψους έως και 500.000 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με τον τζίρο κάθε επιχείρησης κατά την αντίστοιχη περσινή περίοδο.