Προφανώς και ο Βρετανός πρωθυπουργός αλλά και οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές αρέσκονται στο… δράμα που χρειάζονται για να πείσουν (το στο μεταξύ εκνευρισμένο) ευρωπαϊκό κοινό ότι δόθηκαν μάχες μέχρις εσχάτων για να εξυπηρετηθούν τα ίδια συμφέροντα. Μόνο που η συμφωνία στην οποία κατέληξαν την παραμονή των Χριστουγέννων μπορούσε να έχει επιτευχθεί προ πολλού, σίγουρα προ τριών ή έξι μηνών.
Πέρα από ορισμένες δευτερευούσης σημασίας αλλαγές στα ποσοστά αλιείας, ανταποκρίνεται εν πολλοίς στην προσφορά που είχε καταθέσει η ΕΕ στη Μεγάλη Βρετανία ήδη από το περασμένο καλοκαίρι.
Με ένα μίγμα θρασύτητας και αφελούς λαϊκισμού, ο φερόμενος ως άτακτο παιδί Μπόρις Τζόνσον διατυμπανίζει στους συμπολίτες του τη συμφωνία ως μεγάλη επιτυχία. Διατείνεται δε ότι όλες οι υποσχέσεις του προεκλογικού αγώνα του 2016 υλοποιήθηκαν στο ακέραιο. Αυτό όμως είναι λάθος. Πρόκειται για έναν κλασικό συμβιβασμό, όπως συμβαίνει με όλες οι εμπορικές συμφωνίες. Καμία απολύτως ρύθμιση δεν είναι καλύτερη απ’ ό,τι είχαν οι Βρετανοί ήδη ως μέλη της ΕΕ.
Η συμφωνία που αναμένεται να τεθεί τώρα σε ισχύ προβλέπει μια κουτσουρεμένη εσωτερική αγορά που είναι πλέον προετοιμασμένη για μελλοντικές ακόμη μεγαλύτερες αποκλίσεις μεταξύ των δυο πλευρών. Στα ζητήματα της προστασίας του κλίματος, των επιστημών, των μεταφορών αλλά και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, Βρυξέλλες και Λονδίνο ελπίζουν στη συνέχιση της αγαστής και σε πνεύμα εμπιστοσύνης συνεργασίας τους. Εάν η εμπιστοσύνη αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τις βρετανικές παλινωδίες των τελευταίων χρόνων, είναι κάτι που θα πρέπει να ξαναδεί η ευρωπαϊκή πλευρά.
Θύματα του νεοεθνικισμού
Ας δούμε ένα καλό παράδειγμα για τους ηττημένους της συμφωνίας, που είναι οι Βρετανοί φοιτητές, καθότι εφεξής δεν θα μπορούν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα ανταλλαγής Erasmus. Αυτό ήταν ένα πολύ βαρύ τίμημα για τη βρετανική κυβέρνηση.
Και για τους επίδοξους επιστήμονες του εξωτερικού όμως θα είναι πλέον πιο δύσκολο να φοιτούν σε βρετανικά πανεπιστήμια. Για τη βρετανική κοινωνία το κόστος στο πεδίο αυτό θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τα έξοδα που συνεπαγόταν το Erasmus.
Το σημαντικό αυτό πρόγραμμα θυσιάστηκε στο βωμό του μύχιου νεοεθνικισμού των οπαδών του Brexit.
Ο πανούργος λαϊκιστής Μπόρις Τζόνσον έπαιξε το χαρτί της ανεξαρτησίας που εξακολουθεί να βρίσκει ευήκοα τα ώτα των Βρετανών. Ισχυρίζεται ότι ανέκτησε τον έλεγχο, τον οποίο στην πραγματικότητα ουδέποτε παραχώρησε στις Βρυξέλλες.
Καμία χώρα της ΕΕ δεν κυβερνάται από κάποια μυστική δύναμη κατοχής στις μακρινές Βρυξέλλες. Όλοι συμμετέχουν ισότιμα στο νομοθετικό έργο. Και όλοι δεσμεύονται στον ίδιο βαθμό από τις ετυμηγορίες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Κανείς δεν αναγκάστηκε να προσχωρήσει στην ΕΕ.
Ο Τζόνσον ισχυρίζεται μάλιστα ότι η Μεγάλη Βρετανία ανέκτησε και πάλι την ανεξαρτησία της. Από ποιον ακριβώς; Ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ παρατρεχάμενοι αναπολούν μια έννοια ανεξαρτησίας του προπερασμένου αιώνα, όταν οι θάλασσες του κόσμου ελέγχονταν από βρετανικά πλοία σε μία σχεδόν ατελείωτη αυτοκρατορία.
Σήμερα, όμως, κάθε χώρα που θέλει να έχει διεθνές εμπόριο και διεθνείς σχέσεις οφείλει να παραδίδει μέρος της κυριαρχίας της προκειμένου να μπορεί να απολαμβάνει τα οφέλη της συνεργασίας. Όπως το να είναι μέλος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, στα Ηνωμένα Έθνη, στο ΝΑΤΟ και φυσικά και στην ΕΕ, γεγονός που συνεπάγεται μικρές ή μεγάλες υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα. Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν συνεπάγεται απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.
Στο ίδιο καζάνι της εθνικής κυριαρχίας που έχει εκχωρηθεί βράζουν, παρεμπιπτόντως, και οι λαϊκιστές σε Πολωνία και Ουγγαρία.
Απατηλό όνειρο
Εν μέσω της πανδημίας –η οποία έπληξε τη Βρετανία με δριμύτητα για δεύτερη φορά–, ο Τζόνσον θα έπρεπε να έχει καταλάβει ότι υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από το να παραδίδεται κανείς σε εθνικιστικές φαντασιώσεις. Η αλληλεξάρτηση είναι πολύ μεγάλη.
Δύο μέρες κλειστής Μάγχης τού έδειξαν πόσο ευάλωτη είναι η Μεγάλη Βρετανία. Η εμπειρία αυτή μάλλον ενίσχυσε όλους εκείνους στο Λονδίνο που διάκεινται φιλικά στην επίτευξη εμπορικής συμφωνίας. Ενδεχόμενη απότομη και σκληρή έξοδος των Βρετανών από την ενιαία αγορά θα έπληττε πιθανότατα ανεπανόρθωτα τη βρετανική οικονομία.
Πριν από έναν χρόνο, όταν η Βρετανία εγκατέλειπε επίσημα την ΕΕ, ο Τζόνσον θριαμβολογούσε λέγοντας ότι αποτινάσσει τα ευρωπαϊκά δεσμά και ανακοίνωσε περιχαρής ότι θα προχωρήσει σε επικερδείς για τη χώρα του εμπορικές συμφωνίες ανά τον κόσμο. Τι έγινε απ’ όλα αυτά; Απλά τίποτα.
Με τους σημαντικότερους πέρα από την ΕΕ εμπορικούς εταίρους, δηλαδή τις ΗΠΑ και την Κίνα, δεν υπάρχει ούτε καν ίχνος συμφωνίας. Συμφωνίες έχουν υπογραφεί με Ιαπωνία και Σιγκαπούρη. Είναι όμως σχεδόν πανομοιότυπες με εκείνες που διαπραγματεύτηκε ήδη η ΕΕ με τους δυο εταίρους. Οι Βρετανοί απλώς την αντέγραψαν. Ο δε όγκος αντιστοιχεί σε ένα μόλις μικρό ποσοστό επί του συνολικού ετήσιου εμπορίου.
Σε τελική ανάλυση το Brexit ήταν και παραμένει ένα απατηλό δώρο που ουδόλως αντιστοιχεί στο περιτύλιγμά του.
Με την ΕΕ τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για τους Βρετανούς. Χωρίς τον λαοπλάνο Τζόνσον θα ήταν μάλιστα ακόμη καλύτερα.
*Αναδημοσίευση από τη DW / Του ανταποκριτή στις Βρυξέλλες Μπερντ Ρίγκερτ. Επιμέλεια: Κώστας Συμεωνίδης