Ξημέρωνε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η νύχτα παγωμένη. Στις γραμμές της προκάλυψης, απόλυτη ησυχία. Ο στρατός κοιμάται. Πίσω από τα συρματοπλέγματα, στα πυκνόφυτα υψώματα αγρυπνούν οι σκοποί. Κάτω από τα πόδια τους απλώνεται η λίμνη, χωρίς πνοή ανέμου να ταράζει την επιφάνειά της. Όλες οι αισθήσεις των σκοπών έχουν συγκεντρωθεί στην ακοή. Κανείς δεν είναι δυνατόν να μαντεύσει τι εκπλήξεις μπορεί να ετοιμάσει η παγωμένη νύκτα.
Ξαφνικά, ο σκοπός σταματάει το βήμα. Ύποπτος θόρυβος ακούσθηκε από το μέρος του πυκνού ελαιώνα.
Με το σώμα στραμμένο προς τα μπροστά και το όπλο παρατεταμένο, προσπαθεί να διακρίνει τι συμβαίνει. Τα κουδούνια του συρματοπλέγματος αντηχούν. Κάποιος προσπαθεί να περάσει.
– Αλτ! Ποιος είσαι;
Καμία απάντηση. Τα κουδούνια εξακολουθούν να χτυπούν. Ο σκοπός γέρνει το όπλο και πυροβολεί.
– Στα όπλα! Αντηχεί μια δυνατή κραυγή, οι άνδρες του φυλακίου ορμούν έντρομοι έξω.
Ολόκληρη η έκταση ερευνάται λεπτομερώς. Τα συρματοπλέγματα εξετάζονται λεπτομερώς, αλλά δεν ανακαλύπτεται τίποτα το ύποπτο.
– Άντε βρε και μας ξύπνησες άδικα μ’ αυτό το κρύο, λέει ο λοχίας στον σκοπό. Κανένα αγριογούρουνο θα ήταν και θα τρόμαξες.
Κι όμως ο σκοπός επιμένει ότι κάποιος πέρασε ή επιχείρησε να περάσει. Τα κουδούνια των συρματοπλεγμάτων δεν ακούγονται έτσι όπως ακούγονται όταν είναι αγριογούρουνο.
Την επόμενη μέρα, οι άνδρες του φυλακίου πείραζαν τον σκοπό, ο οποίος εξακολουθούσε να επιμένει ότι κάποιος προσπάθησε να περάσει τα συρματοπλέγματα.
– Μωρέ μπας και ήταν ο Άγιος Βασίλης, ερχόμενος από την Καισαρεία; λέει στον άτυχο σκοπό ο λοχίας.
Ξαφνικά από το ύψωμα ακούγεται η φωνή του παρατηρητή.
– Κύριε λοχία, ένας άνθρωπος!
Τρέχουν όλοι προς τα εκεί. Πράγματι, από το εχθρικό έδαφος, μέσα από τον ελαιώνα προχωρεί ένας άνθρωπος υψώνοντας ένα κλαδί πάνω στο οποίο ανέμιζε λευκό μαντίλι.
– Είναι ο Άγιος Βασίλης από την Καισαρεία, λέει ειρωνικά ο νυχτερινός σκοπός στον λοχία απαντώντας στο προηγούμενο σχόλιό του…
Ο άγνωστος, κουνώντας συνεχώς τη λευκή σημαία, πλησιάζει.
– Αλτ! Φωνάζει ο λοχίας. Ποιος είσαι;
– Είμαι Έλληνας. Μην με χτυπήσετε, απαντά εκείνος.
Ο λοχίας ανοίγει τα συρματοπλέγματα και ο άγνωστος εισέρχεται. Είναι νέος. Κουρέλια κάλυπταν το σώμα του. Ο άγνωστος αρπάζει και φιλάει το χέρι του λοχία, ενώ τα μάτια του πλημμυρίζουν από δάκρυα.
Οι άνδρες του φυλακίου περικυκλώνουν με περιέργεια τον άνθρωπο εκείνο, ο οποίος απαντά στη βροχή των ερωτήσεων που του απευθύνουν στην αρχαία ελληνική. Λέει ότι και άλλοι Έλληνες είναι κρυμμένοι στον Ελαιώνα. Εν τω μεταξύ κατέφθασε ο αξιωματικός που ειδοποιήθηκε, και δίνει διαταγή να σταλεί περίπολος να ερευνήσει τον ελαιώνα. Μετά από λίγο επανέρχεται με αλαλαγμούς και δάκρυα χαράς με άλλους 11 ακόμη, απ’ τους οποίους οι έξι ήταν ένοπλοι.
– Είναι κι άλλοι τέσσερις, λέει ο πρώτος που ήρθε. Αυτοί όμως, φαίνεται ότι πέρασαν τη νύχτα τα συρματοπλέγματα.
– Δεν σ’ τα ’λεγα, κύριε λοχία; Φωνάζει θριαμβευτικά ο νυχτερινός σκοπός.
Στην έδρα του λόχου εξηγούνται όλα: Προς τον Βορρά, στον ελληνικό Πόντο, μια φρικιαστική τραγωδία διαδραματίζεται από τον περασμένο Μάιο. Οι Τούρκοι του Κεμάλ σκοτώνουν, εξορίζουν, πυρπολούν, σφάζουν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, ατιμάζουν παρθένες και πλέον δεν μένει τίποτα ελληνικό. Οι αρπαγές, η φωτιά και ο σίδηρος ερήμωσαν τη χώρα, και στα χιονισμένα βουνά περιφέρονται τώρα όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Δίπλα στη Σαμψούντα, πάνω απ’ το Βεζίρ Κιοπρού, ανθούσε κάποτε ελληνική κωμόπολη, που σήμερα είναι ένας σωρός από ερείπια. Από εκεί είχαν καταφύγει αυτοί που προσήλθαν στις γραμμές μας.
Καταδιωκόμενοι από τα στρατιωτικά αποσπάσματα, περικυκλωμένοι από αυτούς που δεν είχαν καμία ελπίδα σωτηρίας, σκέφτηκαν μια μέρα, όταν άρχιζε ο χειμώνας, να καταφύγουν στη μητέρα Ελλάδα. Από τη θάλασσα, το εγχείρημα ήταν αδύνατο. Γιατί τα παράλια τα είχαν καταλάβει οι κεμαλικοί. Ένας τρόπος υπήρχε: Μέσω ξηράς.
Και τότε οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι είχαν δει να σφάζουν τους γονείς τους, παιδιά και αδέλφια, αυτοί που δεν είχαν όπλα ακόμη, συνέλαβαν το παράτολμο σχέδιο να διατρέξουν εκατοντάδες χιλιόμετρα, να διασχίσουν την εχθρική χώρα. Και να φτάσουν στα ελληνικά σύνορα. Επρόκειτο για ένα σχέδιο το οποίο μόνο Έλληνες ήταν δυνατόν να σκεφτούν και μόνο Έλληνες να το φέρουν εις πέρας. Οι Κιρκάσιοι, από τους οποίους πολλοί γενναίοι πολεμιστές μάχονται σήμερα στο πλευρό μας κατά των Τούρκων, προμήθευσαν στους δέκα τολμηρούς Πόντιους 8 όπλα και 500 φυσίγγια στον καθένα. Με τον οπλισμό αυτόν, ένα γεωγραφικό χάρτη της περιοχής και με οδηγούς τα αστέρια, εγκατέλειψαν τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου το Βεζίρ Κιοπρί.
Η επικίνδυνη κάθοδος άρχισε και συνεχίστηκε μόνο τη νύχτα, μακριά από κάθε κατοικημένο τόπο. Διά μέσου των βουνών, από κορυφή σε κορυφή και από χαράδρα σε χαράδρα έφτασαν στον Ποταμό Άλυ.
Η διάβασή του έγινε με κάθε κόπο. Από εκεί, μέσω Χουργού, Τόσγια, Ζάρα, Τερκέτσι, Κερέτα, Μπολού, Ντούτσε και Κεντέκ βρέθηκαν δίπλα στο Ατά Παζάρ. Η πορεία τους ήταν πολύ επικίνδυνη. Στο Μπολού σκότωσαν δυο στρατιώτες οι οποίοι επιχείρησαν να τους ανακόψουν την πορεία, και δίπλα στο Ντούτσε πήραν αιχμάλωτο έναν λιποτάκτη του τουρκικού στρατού, τον οποίο άφησαν ελεύθερο αφού του αφαίρεσαν τα ρούχα. Δεν έλειψαν και οι συμπλοκές με τα στρατιωτικά αποσπάσματα.
Ήδη όμως ο βαθύς Σαγγάριος έκλεινε το δρόμο. Η μοναδική γέφυρα φρουρούνταν από ισχυρό στρατιωτικό φυλάκιο, και οι επανειλημμένες επιθέσεις τους αποκρούονταν. Ακολούθησαν τότε τη ροή του ποταμού, και επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά συνέλαβαν τους δύο φύλακες μιας σχεδίας και αφού τους έδεσαν σε δύο δένδρα, πέρασαν τον ποταμό με τη σχεδία, την οποία μετά την άφησαν να την παρασύρει το ρεύμα του ποταμού.
Εκεί πληροφορήθηκαν ότι ο ελληνικός στρατός κατέχει το Γενί Σεχίρ. Προχώρησαν τότε πέρα από τη Σαπάτζη, και αφήνοντας στα δεξιά τους τη Νικομήδεια, κατευθύνθηκαν προς το Ελμανλί-Νταγ.
Η διάβασή τους από τον Σαγγάριο φαίνεται ότι είχε γίνει γνωστή, και ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα κινούνταν προς αυτούς. Στο Μπουγιούκ Ντερβέντ, ένα από τα στρατιωτικά αποσπάσματα τους αντιλήφθηκε. Επακολούθησε άγρια συμπλοκή. Οι Πόντιοι, εμψυχωμένοι από την ιδέα ότι πλησιάζουν τα ελληνικά σύνορα, έπαψαν να αμύνονται και πέρασαν στην επίθεση αποφασισμένοι να ανοίξουν τον φραγμένο δρόμο προς την ελευθερία τους. Η συμπλοκή διήρκεσε δύο ώρες και οι Λαζοί διασκορπίστηκαν αφήνοντας τους νεκρούς, ενώ η ομάδα των γενναίων τράπηκε προς τις χαράδρες του Ελμανλί-Νταγ, άθικτη.
Το χιόνι είχε σκεπάσει τις κορυφές, όταν αυτοί περνούσαν απ’ αυτές τρέμοντας απ’ το κρύο προς την πεδιάδα. Η Νίκαια, δίπλα στη λίμνη, απλωνόταν έρημη μεταξύ των ψηλών της τειχών. Από τα ελληνικά στρατεύματα δεν τους χώριζε τίποτα πλέον παρά μόνο ο άγιος του Μπερκέτ-Νταγ.
Διέσχισαν τη νύχτα, ριψοκινδυνεύοντας, τη Νίκαια από τη νότια προς τη βόρεια πύλη χωρίς να τους αντιληφθεί ο τουρκικός στρατός, και κατά τις 6 τα ξημερώματα βρέθηκαν χωρίς να το γνωρίζουν δίπλα στα σύνορά μας, όπου και κοιμήθηκαν όλη τη μέρα μες στο δάσος.
Τη νύχτα προχώρησαν συνεχίζοντας την πορεία, την οποία όμως σταμάτησαν τα συρματοπλέγματα. Και οι μεν τέσσερις κατόρθωσαν να περάσουν, οι άλλοι όμως, πυροβολούμενοι και αγνοώντας ότι πρόκειται για τα ελληνικά σύνορα, κρύφτηκαν στο δάσος.
Ήταν η 65η νύχτα της περιπετειώδους καθόδου τους. Επί 65 νύχτες περπατούσαν μαχόμενοι συνεχώς μέσα από την εχθρική χώρα, και άλλες τόσες μέρες κοιμούνταν σε σπήλαια, χαράδρες και δάση, και σ’ αυτό το χρόνο κάποιοι απ’ αυτούς έμεναν ξάγρυπνοι για να φυλούν τους άλλους.
Πόσες φορές τον ύπνο τους δεν τον διέκοψαν τα εχθρικά αποσπάσματα, και πόσες φορές το χιόνι δεν κάλυψε τα κουρασμένα κορμιά τους!
Τα ρούχα τους δεν υπήρχαν πλέον. Τα φυσίγγια είχαν τελειώσει, και η λίγη τροφή την οποίαν έπαιρναν διά της βίας από τους περαστικούς, με όπλα χωρίς φυσίγγια δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθεί. Και τα σωτήρια ελληνικά σύνορα ποιος ήξερε πόσο μακριά ήταν ακόμα; Ο αρχηγός μαζί με τους άλλους τρεις που πέρασαν τα συρματοπλέγματα είχε χαθεί και είχε μαζί του τον μοναδικό έως τότε οδηγό, τον γεωγραφικό χάρτη του σχολείου. Μεμονωμένοι και ανυπεράσπιστοι, χαμένοι στις απέραντες εκτάσεις της Ασίας και χωρίς να ελπίζουν σε καμία βοήθεια, περικυκλωμένοι από εχθρούς, έβλεπαν την ελευθερία στην οποία είχαν πιστέψει να χάνεται μαζί με την ελπίδα της συνάντησης του στρατού της μητέρας Ελλάδας.
Άφωνοι και μελαγχολικοί, κρυώνοντας και ενωμένοι ο ένας με τον άλλον, χωρίς να τολμούν να ανάψουν φωτιά, πέρασαν την τραγικότερη από όλες τις νύχτες της επικής τους καθόδου.
Με τις πρώτες λάμψεις της αυγής, ο Κωνσταντίνος Χατζηαβραμίδης, αναλαμβάνοντας την αρχηγία, βγήκε για αναγνώριση. Έρποντας και μένοντας κρυμμένος στους θάμνους, έφθασε στη μεγάλη οδό της Νίκαιας, δίπλα στη λίμνη. Δεν βρήκε κανένα ίχνος ανθρώπου σ’ αυτήν, ούτε σημάδια από ρόδες, ούτε πατήματα από ζώα. Προφανώς, η συγκοινωνία αυτού του δρόμου είχε διακοπεί από καιρό.
Δεξιά προς την πεδιάδα, τα τείχη της Νίκαιας σηκώνονται βουβά και έρημα. Αριστερά προς τα υψώματα, διά μέσου των κλαδιών, των θάμνων, φαίνονταν συρματοπλέγματα, και ακόμα ψηλότερα, στην κορυφή φαινόταν ένας ακίνητος σκοπός με το όπλο παρά πόδα, μελανός μέσα στον φωτεινό ορίζοντα. Εχθρός ή φίλος; Τούρκος ή Έλληνας; Ήταν αδύνατο να διακρίνει. Και μια ακτίνα ελπίδας διαπέρασε τα σκοτάδια της απελπισίας του νέου αρχηγού. Πώς ήταν δυνατόν ο τουρκικός στρατός να βρίσκεται μετά τα συρματοπλέγματα, και ποιον λόγο θα είχαν αυτά που βρίσκονταν πίσω από τους Τούρκους προς την κατεχόμενη χώρα απ’ αυτούς; Όσο κι αν αγνοούσε την πολεμική τέχνη, αντιλαμβανόταν ότι τα συρματοπλέγματα γίνονται προς το μέρος του εχθρού! Μήπως είχαν φτάσει χωρίς να το ξέρουν στο ποθητό τέρμα;
Με αγωνία μεταξύ φόβου και ελπίδας επανήλθε με τις ίδιες προφυλάξεις στους συντρόφους του. Εκεί ελήφθη η απόφαση. Κάποιος έπρεπε να θυσιαστεί, και ο νέος αρχηγός, σχίζοντας ένα κομμάτι του πουκαμίσου του, το σήκωσε σαν σημείο ειρήνης πάνω σ’ ένα κλαδί δέντρου και προχώρησε προς τα σύνορά μας.
Στο σπιτάκι του λοχαγού, οι τολμηροί Πόντιοι τελειώνουν τη διήγησή τους με δάκρυα χαράς, ενώ έξω νέοι αλαλαγμοί των ανδρών του λόχου ακούγονται για την ανεύρεση και των τεσσάρων αγνοουμένων. Ο λοχαγός βγαίνει, και χτυπώντας στον ώμο τον νυχτοσκοπό του λέει:
– Άντε παλικάρι μου, δεν έχεις παράπονο. Ο Άγιος Βασίλης μας έστειλε το καλύτερο δώρο!
Κάτω από το λοφίσκο όπου έχει ανεγερθεί η πρωτεύουσα των στρατιωτικών μικροπόλεων, το Καδί-Κιοϊ, παρατεταγμένες σε τετράγωνο, αντιπροσωπείες των στρατιωτικών μας τμημάτων τελούν υπαίθρια δοξολογία για το νέο έτος. Η χορωδία ψάλλει το πολυχρόνιο του βασιλιά, ο στρατηγός και οι αξιωματικοί χαιρετούν, οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα, οι σάλπιγγες ηχούν και οι Πόντιοι κλαίνε και γελάνε ενώ βλέπουν τις νικηφόρες σημαίες των συνταγμάτων μας να κυματίζουν περήφανα από τον άνεμο.
Εφημερίδα Ατλαντίς της Νέας Υόρκης, 22 Απριλίου 1922.
*Πηγή: facebook / Κωνσταντίνος Φωτιάδης.