Το ρεμπέτικο σαν μουσική έκφραση και η Δραπετσώνα σαν φυσικός χώρος πριν και αμέσως μετά το 1922 θεωρούνται περιθώριο.
Οι εκφραστές του ρεμπέτικου ήταν οι κοινωνικοί και πολιτικοί αντιρρησίες της εποχής, και η Δραπετσώνα ο «κακόφημος τόπος» μακριά από τον κεντρικό Πειραιά του «καλού κόσμου».
Σε αυτήν την ήδη στιγματισμένη περιοχή εγκαταστάθηκαν μαζικά μετά το 1922 οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, για πολλούς από τους ντόπιους Έλληνες οι «τουρκόσποροι», φέρνοντας μαζί με τα υπάρχοντά τους στην ακατοίκητη, άγονη και πετρώδη Δραπετσώνα τον πολιτισμό τους, τις μικρασιατικές, σμυρναίικες, ποντιακές, ανατολίτικες μουσικές κι ακούσματα, τους χορούς και τα τραγούδια τους.
Ο Στράτος Παγιουμτζής από το Αϊβαλί τραγουδά (και ηχογραφεί το 1933) το «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»
Οι Πόντιοι με τους λυράρηδες, τα τραγούδια και τους ζωντανούς χορούς τους, οι οργανοπαίκτες της Σμύρνης και των άλλων περιοχών της Ανατολής με τα σαντουροβιόλια, εκ των πραγμάτων συνυπάρχουν με τους εκφραστές του περιθωριακού τότε ρεμπέτικου, για να γεννηθεί εδώ στη Δραπετσώνα και στο λιμάνι του Πειραιά το αθάνατο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Η Δραπετσώνα ήταν η μήτρα του.
Σ’ αυτόν το χώρο, πάνω από την πεζογέφυρα του Αγίου Διονύση, δημιουργήθηκε ένα «γκέτο» αποβλήτων από την «καλή κοινωνία» του Πειραιά: ρεμπέτες και πρόσφυγες.
Εδώ που προϋπήρχαν τα πορνεία των Βούρλων (από το 1876 έως το 1934), τα «Χιώτικα», ένας μικρός συνοικισμός μεταξύ Βούρλων και της Κρεμμυδαρούς που απαρτιζόταν από λίγους φτωχούς βιοπαλαιστές με περιορισμένα οικονομικά, εδώ που κυκλοφορούσαν χασικλήδες, πόρνες, «προστάτες», στη Δραπετσώνα των τεκέδων και των ρεμπέτηδων με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σμυρνιοί, Φωκιανοί, Καραμανλήδες, ντόπιοι νησιώτες, Τσιριγώτες, Ναξιώτες, Αιγινήτες, κ.ά., μα περισσότερο Πόντιοι, στήνοντας τις παράγκες τους κοντά στα εργοστάσια Λιπασμάτων και Τσιμέντων Ηρακλής.
Δύο ήταν οι κύριοι πόλοι που δημιουργήθηκαν με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Δραπετσώνα:
Ανατολικά, πάνω από τη γέφυρα του Αγίου Διονύση, ήταν η κακόφημη περιοχή των Βούρλων και τα Χιώτικα, που άλλαξε όψη με την έλευση των προσφύγων. Διάφορα καταστήματα όπως ουζερί, καφενεία, κεμπαπτζήδικα, σουβλατζίδικα, χαλβατζίδικα, παντοπωλεία, μανάβικα και καταστήματα ξηρών καρπών έδωσαν καινούριο χαρακτήρα στην άλλοτε κακόφημη γειτονιά. Εδώ οι Πόντιοι αποτελούσαν το μισό του πληθυσμού και το υπόλοιπο μισό ήταν Σμυρνιοί, Μικρασιάτες, νησιώτες, ντόπιοι και άλλοι.
Δυτικότερα ήταν η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε ο μεγάλος όγκος των Ποντίων. Εδώ σχηματίστηκε ένας σχεδόν αμιγής ποντιακός συνοικισμός, με καφενεία, ταβέρνες, μπακάλικα, ουζάδικα, όπου επικρατούσε η ποντιακή λύρα. Στα στενοσόκακα και στις γειτονιές, οι Πόντιοι ξεπερνούσαν τις αξεπέραστες δυσκολίες της ζωής στήνοντας ξαφνικά και χωρίς ιδιαίτερη αιτία τον κυκλικό χορό, με το λυράρη στη μέση να παίζει και να συντονίζει αυτήν την πανάρχαια όρχηση.
Στη μια γειτονιά επικρατούσε ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι, στην άλλη η ποντιακή λύρα.
Ένα τρίτο οικιστικό συγκρότημα ιδιόκτητων οικοπέδων ήταν η περιοχή που ορίζεται από την ενορία Αγ. Παντελεήμονα έως το εργοστάσιο Λιπασμάτων και επί των κεντρικών δρόμων Κανελλοπούλου, Βενιζέλου και Αναπαύσεως και των κάθετων δρόμων. Τα οικόπεδα αυτά αγοράστηκαν κυρίως από πρόσφυγες, οι οποίοι έχτισαν κατοικίες και καταστήματα (ταβέρνες, καφενεία, μπακάλικα κτλ.) ισάξια του κεντρικού Πειραιά.
Υπήρχαν επίσης και τα λεγόμενα «Οικήματα», οικισμός με διώροφα και τριώροφα κτήρια που στέγαζε περίπου 350 άτομα, τον οποίον έχτισε η εταιρεία Λιπασμάτων το 1918 για να στεγάσει υπαλλήλους και τεχνίτες του εργοστασίου. Αυτά τα ιδιόκτητα και τα οικήματα του εργοστασίου Λιπασμάτων διέθεταν νερό και λουτρό για τις νοικοκυρές και τα παιδιά και ήταν προνομιούχα σε σύγκριση με τη συντριπτική πλειοψηφία των χαμόσπιτων της Δραπετσώνας, που δεν διέθεταν ούτε νερό ούτε λουτρό.
Τελειώνοντας τη χωροταξική διάταξη της πόλης του Μεσοπολέμου πρέπει να αναφέρουμε ότι στο δυτικότερο σημείο της υπήρχαν βιομηχανίες, όπως τα Λιπάσματα, η τσιμεντοβιομηχανία «Ηρακλής», τα εργοστάσια πετρελαιοειδών Shell, Σοκομπέλ, Πουρφίνα, το Γυψάδικο Γεωργιτσέα, τα Σφαγεία, οι δεξαμενές, το Μηχανουργείο Βασιλειάδη και πολλά άλλα.