Ενεργοποιείται από την 1η Ιανουαρίου 2021 η Ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτηρίου. Ένας θεσμός μείζονος σημασίας για το δημόσιο συμφέρον, την καταπολέμηση της αυθαίρετης δόμησης και την προστασία της ιδιοκτησίας που παρέμενε στον «πάγο» από το 2010, όπως επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος.
Η ψηφιακή πλατφόρμα «Ταυτότητα Κτηρίου» τίθεται σε πλήρη λειτουργία από την αρχή του νέου έτους.
Για ένα μήνα, ως και την 31η Ιανουαρίου, το νέο σύστημα θα λειτουργεί σε προαιρετική βάση, παράλληλα με την ισχύουσα σήμερα διαδικασία. Το διάστημα προσαρμογής διασφαλίζει την ομαλή μετάβαση για τους μηχανικούς και την αποφυγή παύσης των δικαιοπραξιών.
Στη συνέχεια η καταχώριση της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίου και της Ταυτότητας Αυτοτελούς Διηρημένης Ιδιοκτησία θα είναι υποχρεωτική και θα γίνεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά και χωρίς χρέωση.
Ο σκοπός
Σκοπός της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίου είναι η αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του κτίσματος ή της διηρημένης ιδιοκτησίας και των αδειών του, καθώς και η παρακολούθηση και ο έλεγχος των μεταβολών κατά τη διάρκεια του χρόνου ζωής του.
Το νέο σύστημα εξασφαλίζει την αποδέσμευση της ταυτότητας του ακινήτου από τον μηχανικό που κάνει την αρχική καταχώριση. Αποφεύγεται έτσι η ομηρία των ιδιοκτητών που έχει παρατηρηθεί ως σήμερα σε πλήθος διαδικασιών, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ.
Η Ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτηρίου θα είναι το τελευταίο βήμα της οριστικής τακτοποίησης των αυθαίρετων κτισμάτων τα οποία έχουν ενταχθεί στους σχετικούς νόμους. Μόνο με την απόκτησή της η τακτοποίηση θα θεωρείται ολοκληρωμένη.
Έτσι αφορά:
- τα νέα κτήρια και διηρημένες ιδιοκτησίες για τα οποία εκδίδονται νέες οικοδομικές άδειες,
- τα παλαιότερα κτήρια κατά τη στιγμή της μεταβίβασής τους.
Δύο κατηγορίες κτηρίων
Για την υποβολή της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίου, βάσει του ν.4495/2017, τα κτήρια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
Κατηγορία Ι
α) Κτήρια που ανήκουν στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ και κτήρια που στεγάζουν υπηρεσίες αυτών, β) κτήρια συνάθροισης κοινού (θέατρα, κινηματογράφοι, αίθουσες εκδηλώσεων, συνεδριακά κέντρα, κτήρια εκθέσεων), συμπεριλαμβανομένων βιβλιοθηκών, μουσείων, αθλητικών εγκαταστάσεων, σταθμών μετεπιβίβασης ΜΜΜ, γ) πρατήρια υγρών καυσίμων, συνεργεία ή πλυντήρια αυτοκινήτων, δ) τουριστικά καταλύματα άνω των 300 τ.μ. ε) δημόσια και ιδιωτικά κτήρια προσχολικής, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στ) νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα, κλινικές, κέντρα παροχής υπηρεσιών υγείας και ψυχικής υγείας, βρεφοκομεία, παιδικοί-βρεφονηπιακοί σταθμοί, οικοτροφεία, οίκοι ευγηρίας, ιδρύματα χρονίως πασχόντων, ιδρύματα ατόμων με αναπηρία και ζ) καταστήματα κράτησης και ειδικά καταστήματα κράτησης νέων.
Κατηγορία II
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται όλα τα υπόλοιπα κτήρια και οι αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες ανεξαρτήτως χρήσης.
Για τα κτήρια της Κατηγορίας Ι υπάρχει περιθώριο 5 ετών για την καταχώριση της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίου. Για τα λοιπά κτήρια της Κατηγορίας II η υποβολή γίνεται κατά τη μεταβίβαση του κτηρίου ή της αυτοτελούς διηρημένης ιδιοκτησίας και η σχετική δήλωση προσαρτάται υποχρεωτικά στο συμβόλαιο.
Ως χρήστες του πληροφοριακού συστήματος ορίζονται:
- οι εξουσιοδοτημένοι μηχανικοί,
- οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και οι εμπλεκόμενοι με τις σχετικές διαδικασίες υπάλληλοι των φορέων αυτών.
Το πιστοποιητικό πληρότητας θα εκδίδεται από τους εξουσιοδοτημένους μηχανικούς και σε αυτό θα βεβαιώνεται με δήλωσή τους η συμπλήρωση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ταυτότητα.
Το πιστοποιητικό εκδίδεται για κτήριο, οριζόντια ή κάθετη διηρημένη ιδιοκτησία, έχει μοναδικό αριθμό και αναγράφει τον Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) του οικοπέδου ή γηπέδου ή διηρημένης ιδιοκτησίας.
Ποινικές κυρώσεις και πρόστιμα
Σε περίπτωση που διαπιστωθεί δήλωση ψευδών στοιχείων, εκτός των ποινικών κυρώσεων, προβλέπεται πρόστιμο, το ύψος του οποίου κυμαίνεται από 2.000 έως 20.000 ευρώ, ανάλογα με την επιφάνεια που δεν έχει αποτυπωθεί στην Ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτηρίου.
Τα όρια των κυρώσεων διπλασιάζονται, εάν υπάρξει υποτροπή των παραβάσεων και εάν αυτές αφορούν σε οικοδομικές εργασίες σε παραδοσιακούς οικισμούς, περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και προστατευόμενες περιοχές.