Το 2020 ήλθε, άφησε το στίγμα του και απήλθε. Η πανδημία και το αποτύπωμά της στην ανθρωπότητα ήταν αναμφίβολα το «μεγάλο γεγονός», ήτοι αυτό που συντάραξε στο μεγαλύτερο βαθμό τις κοινωνικές σχέσεις, την οικονομία αλλά κυρίως προκάλεσε πολυάριθμους θανάτους και ώθησε τα συστήματα παροχής υπηρεσιών υγείας στα όριά τους.
Στην Ελλάδα η συνεπαγόμενη βαθιά ύφεση από την παρατεταμένη αναστολή της ομαλής λειτουργίας της αγοράς έφερε λουκέτα, ανεργία και απίσχναση των τζίρων των επιχειρήσεων. Πέρα, φυσικά, του υγειονομικού σκέλους και του θλιβερού στοιχείου των ανθρώπινων απωλειών, αυτό που βιώνουμε με δραματικά γοργό τρόπο είναι τον λεγόμενο κοινωνικό μετασχηματισμό.
Οι μακροοικονομικοί δείκτες είναι βέβαιο ότι θα βελτιωθούν αργά ή γρήγορα και η ανεργία θα «περιοριστεί» σε ποσοστά κάτω του 15%, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα καταστούν εκ νέου θετικοί και ίσως οι άμεσες ξένες επενδύσεις να αυξηθούν. Ενδεχομένως και προσλήψεις στο δημόσιο να ξαναγίνουν και μεγάλα δημόσια έργα να επανεκκινήσουν με τις γνωστές… υπερκοστολογήσεις.
Ωστόσο, η πορεία, που δείχνει να μην αντιστρέφεται, είναι αυτή της μεταλλαγής των οικονομικών δομών και του μοντέλου ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.
Η ταχεία ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, κυρίως σε επίπεδο κουλτούρας, επιταχύνει τη μετεξέλιξη της δομής των εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε εκείνη των δεκάδων μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Εξάλλου, στην ανάγκη λειτουργίας ηλεκτρονικών καταστημάτων, τα οποία μπορούν να εξυπηρετούν τους καταναλωτές 24 ώρες το 24ωρο και 7 ημέρες την εβδομάδα παρέχοντας προϊόντα σε χαμηλές τιμές, μόνο οι μεγάλοι όμιλοι μπορούν να ανταποκριθούν.
Είναι κατ’ ανάγκη κακό όλο αυτό; Μακράν εμού οι ταυτίσεις με συγκεκριμένες ιδεολογικές τοποθετήσεις. Όμως τίθενται δύο σημαντικά ζητήματα.
Πρώτον, η ελληνική κοινωνία έχει διαρθρωθεί βάσει ενός οικονομικού προτύπου μέσω του οποίου ικανοποιούνται οι ανάγκες των ανθρώπων, με γνώμονα την αυτενέργεια και την αυτονομία. Γι’ αυτό το λόγο, οι Έλληνες ιστορικά αποτέλεσαν “trade nation” και διέπρεψαν ως έμποροι και επιχειρηματίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Διέπρεψαν και ως επιστήμονες συμμετέχοντες σε ερευνητικά προγράμματα εντός των οποίων διέθεταν περιθώρια ανάληψης πρωτοβουλίας. Όταν εντάχθηκαν μετά βίας σε κάθε είδους «πλαίσια», τότε είτε αντέδρασαν είτε έπεσαν σε «συλλογική κατάθλιψη», κατάλοιπο μάλλον της οθωμανικής περιόδου και του αντιδεσποτικού τρόπου ικανοποίησης των αναγκών εντός ενός ορθόδοξου (και όχι προτεσταντικού) κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου.
Στην ελληνική σκέψη κυριαρχεί το αριστοτελικό: «Αύτη δ’ ἐστίν η καλουμένη πόλις και η κοινωνία η πολιτική». Συνεπώς, πρόκειται για την εξύψωση της συμμετοχής και την καταξίωση εντός και μέσω της συλλογικότητας, στοιχείο απολύτως εντοπισμένο στη μετέπειτα πολιτισμική τροχοδρόμηση της ελληνικής ταυτότητας στην ορθόδοξη πίστη. Το εν λόγω δεν εντοπίζεται στον προτεσταντισμό και στο «δημιούργημά» του, τον καπιταλισμό, όπου ο εγωισμός και η «αγωνία» για την κατοχή πόρων συνεπιφέρει την πάση θυσία υπερσυγκέντρωση χρημάτων, όχι απαραίτητα προς ικανοποίηση αναγκών.
Με πρακτικούς όρους, λοιπόν, η στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας δεν μπορεί να υλοποιείται στην Ελλάδα με συνταγή ίδια με εκείνη της Γερμανίας ή της Ολλανδίας. Το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό μέτρο γι’ αυτές τις χώρες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ορθό για την Ελλάδα, καθότι διαφορετικές ανάγκες συνδέονται άρρηκτα με διαφορετικές κοινωνικές καταβολές και ρίζες συλλογικής συνείδησης.
Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με το ελληνικό κράτος και είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το προηγούμενο.
Οι οικονομικές δομές είναι ήδη παγκοσμιοποιημένες, που σημαίνει ότι ο παραγωγός απευθύνεται σε δισεκατομμύρια καταναλωτές και ο καταναλωτής λαμβάνει προσφορές από ολόκληρο τον πλανήτη. Στο συγκεκριμένο φαινόμενο εμφανίζεται ολίγον νομοτελειακό, γιατί η γενεσιουργός αιτία του είναι η ανάπτυξη τεχνολογίας και η παροχή της δυνατότητας σε κάτι τέτοιο να συμβαίνει.
Προφανώς αυτό δεν αντιστρέφεται και ούτε καν περιορίζεται με ειρηνικά μέσα. Η διαδικασία συμμετοχής στο φαινόμενο, όμως, μπορεί να «προστατευθεί». Με μια λέξη: θεσμοί. Θεσμοί ανεξάρτητοι και αδιάβλητοι, οι οποίοι να λειτουργούν με γνώμονα το κοινό καλό, τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες και την εξυπηρέτηση των αναγκών των πολιτών.
Αν, δηλαδή, η ύπαρξη εκτός πλαισίου είναι αδύνατη, τότε οφείλουμε να προστατεύσουμε την ετερότητά μας εντός πλαισίου, όχι χάριν μιας στείρας, ανεδαφικής και νευρωτικής εθνικιστικής νοοτροπίας, αλλά επειδή αυτό είναι χρήσιμο και αναγκαίο.
Για το 2021 και τα επόμενα χρόνια, έχουμε λάβει τα ως άνω υπόψη ή ετοιμαζόμαστε να μιμηθούμε τυφλά για μια ακόμη φορά στη σύγχρονη ιστορία μας; Ο κοινωνικός μετασχηματισμός ως απόρροια της μεταλλαγής των οικονομικών δομών βρίσκεται καθ’ οδόν κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ενώ η τελευταία προχώρησε με ραγδαίο τρόπο το 2020, το κύριο ερώτημα είναι που θα βρεθούμε τα αμέσως επόμενα χρόνια ως διακριτή πρόταση βίου.