Τον Δεκέμβριο του 1990 το καθεστώς του Ραμίζ Αλία στην Αλβανία έπνεε τα λοίσθια, αλλά «δάγκωνε» ακόμα. Τα σύνορα παρέμεναν ερμητικά κλειστά με τον έξω κόσμο, και όποιος επιχειρούσε να τα διασχίσει πυροβολούνταν. Κάποιες διαμαρτυρίες φοιτητών στα Τίρανα με συντεχνιακά αιτήματα ήταν στα όρια του αποδεκτού για τη δικτατορία.
Ήταν Τρίτη 11 του μηνός, και στο χριστιανικό εορτολόγιο δεν υπάρχει θρησκευτική γιορτή. Για τους Έλληνες της Αλβανίας, όμως, εκείνη η Τρίτη έχει καταχωριστεί στο μαρτυρολόγιό τους.
Κάθε χρόνο στο χωριό Αλύκο, κοντά στους Αγίους Σαράντα, οι κάτοικοι του κάμπου του Βούρκου με τα μειονοτικά χωριά αποτίουν φόρο τιμής στα τέσσερα παιδιά τους που δολοφονήθηκαν στα σύνορα, ένα βήμα προτού δρασκελίσουν τα συρματοπλέγματα και αναπνεύσουν άνεμο ελευθερίας. Μνημονεύουν μαζί υπέρ αναπαύσεως ψυχών των χιλιάδων ομογενών άλλα και Αλβανών που επί Χότζα εξοντώθηκαν από τους μηχανισμούς του καθεστώτος ενώ επιχειρούσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα, και τα πτώματά τους σέρνονταν δεμένα σε τρακτέρ στα χωριά προς παραδειγματισμό.
Έβρεχε ολημερίς. Με το θόλωμα, ένα κινεζικής κατασκευής καμιόνι, από τα ελάχιστα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε, πλησίασε τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου «Τζάστα» στους λόφους των Αγίων Σαράντα. Από το φυλάκιο μιας απόμερης σκοπιάς ξεπετάχτηκε ένας στρατιώτης με το καλάσνικοφ κάτω από τη χλαίνη, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και το καμιόνι χάθηκε μουγκρίζοντας μέσα στη νύχτα.
Το ριψοκίνδυνο εγχείρημα φυγής των δυο φίλων, και μαζί μερικών άλλων ομογενών που «φόρτωσαν» στη συνέχεια από το μειονοτικό χωριό Αλύκο, είχε ξεκινήσει.
Πλην όμως, το ταξίδι προς το όνειρο έμελλε να πνιγεί στο αίμα στα σύνορα. Και να γίνει, όμως, ο πυροκροτητής της μοναδικής δυναμικής εξέγερσης στην Αλβανία εναντίον του καθεστώτος.
Χιλιάδες ομογενείς, έχοντας «επ’ ώμου» τα φέρετρα των νεκρών βάδισαν οπλισμένοι με τσεκούρια, ρόπαλα, σιδηρολοστούς και τσουγκράνες προς την πόλη των Αγίων Σαράντα και συγκρούστηκαν στις παρυφές της με την αστυνομία, το στρατό και ομάδες πολιτοφυλακής του κόμματος, που εστάλησαν για να τους αναχαιτίσουν.
Φτάνοντας στα σύνορα, απέναντι από το χωριό Μαυρομάτι Θεσπρωτίας, οι πέντε νέοι –ο Βαγγέλης Μήτρου από το χωριό Γέρμα, ο Θανάσης Κότσης, ο Θωμάς Μάσιος και ο Αντώνης Ράφτης από το Αλύκο, καθώς και ο στρατιώτης με καταγωγή από το Φίερι– εγκατέλειψαν σε μικρή απόσταση το φορτηγό και συνέχισαν πεζή.
Με το που πλησίασαν τα ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, όμως, έγιναν αντιληπτοί από τους φρουρούς που άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους.
Ο στρατιώτης της παρέας ανταπέδωσε τα πυρά σκοτώνοντας έναν Αλβανό φρουρό, και η σύγκρουση γενικεύτηκε. Δύο από τους ομογενείς σκοτώθηκαν επιτόπου και οι άλλοι δύο τραυματίστηκαν βαριά, ενώ συνελήφθη ο οπλισμένος Αλβανός στρατιώτης, για το ρόλο του οποίου πολλά ειπώθηκαν στη συνέχεια.
Νεκροί και τραυματίες μεταφέρθηκαν στο κοντινό χωριό Τσιφλίκι, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, εν μέσω κραυγών και βογκητών, δόθηκε η χαριστική βολή στους δυο βαριά τραυματισμένους νέους. Με το που έφτασε το νέο στο χωριό, εκατοντάδες άνθρωποι ξεκίνησαν για τα σύνορα, άλλοι για να παραλάβουν τις σορούς και άλλοι για να περάσουν –εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση– στην Ελλάδα.
Μ’ ένα καμιόνι που «επέταξαν» στη διαδρομή μετέφεραν τα νεκρά παιδιά στο χωριό, που έβραζε από θυμό εναντίον του καθεστώτος και ζητούσε εκδίκηση.
Με συνοπτικές διαδικασίες, αποφάσισαν να κινηθούν κουβαλώντας και τα φέρετρα με τις σορούς των παιδιών προς τους Αγίους Σαράντα για να κάψουν τα γραφεία του κόμματος και της αστυνομίας.
Ο δεκαεπτάχρονος τότε Λεωνίδας Παπάς, που βρέθηκε στην κορυφή της πορείας των οργισμένων κρατώντας ένα καπάκι από τα φέρετρα, αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός. Άντρες, γυναίκες, γερόντοι, μικρά παιδιά ξεκινήσαμε με μοιρολόγια, κατάρες και συνθήματα για να πάμε να βάλουμε φωτιά στους Αγίους Σαράντα. Δεν υπήρχε ούτε οργάνωση ούτε καθοδήγηση, ο καθένας έκανε αυτό που τον εξέφραζε. Φωνάζαμε συνθήματα “Κάτω η δικτατορία”, “Ζήτω η ελευθερία”, “Ραμίζ Αλία δολοφόνε”, και κάπου-κάπου ακουγόταν και κανένα “Ένωση με την Ελλάδα”. Επικρατούσε ένας παροξυσμός, τέτοια συνθήματα δεν είχαν ακουστεί ποτέ. Ξεχείλιζε η οργή και το πάθος, ήμασταν αποφασισμένοι για όλα. Στη διαδρομή ενώνονταν μαζί μας και άλλοι Έλληνες από τα μειονοτικά χωριά, στο τέλος γίναμε πάνω από δύο με τρεις χιλιάδες».
Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τους Αγίους Σαράντα, σε μια χαράδρα στο χωριό Λυκούρσι, το καθεστώς είχε αναπτύξει δυνάμεις του στρατού (χωρίς όπλα), της αστυνομίας και παρακρατικών της κομματικής πολιτοφυλακής, για να εμποδίσει την είσοδο της πομπής στην πόλη.
«Με το που φτάσαμε πρόσωπο με πρόσωπο, μας ζήτησαν να κάνουμε πίσω. Μπροστά πήγαιναν τα φέρετρα και πίσω ένας κόσμος που δεν συγκρατιόταν με τίποτα. Κάποια στιγμή έγινε η σύγκρουση. Μια οχλοβοή ακουγόταν από πίσω μας, και ο κόσμος μάς έσπρωχνε μπροστά. Απωθήσαμε τους στρατιώτες που δεν έφεραν όπλα και συγκρουστήκαμε με τους αστυνομικούς που κάποια στιγμή άρχισαν να πυροβολούν.
»Στη θέα των τραυματιών, το πλήθος εξαγριώθηκε. Άκουγες από παντού φωνές, βρισιές, εκκλήσεις μανάδων που είχαν χάσει μέσα στον πανζουρλισμό τα παιδιά τους, τα μοιρολόγια παρέπεμπαν σε τελετή αρχαίας τραγωδίας. Κάποια στιγμή προς το απόγευμα επικράτησαν οι πιο ψύχραιμες φωνές και αποφασίστηκε να γυρίσουμε πίσω για να κηδέψουμε τα παιδιά. Εξάλλου το σκοπό μας τον είχαμε πετύχει. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ματαγίνει στην Αλβανία».
Στην ερώτηση πώς αντέδρασε το καθεστώς Αλία σ’ αυτό το πρωτοφανές ξέσπασμα των ομογενών, ο Λεωνίδας Παπάς, μηχανικός σήμερα και τέως πρόεδρος της Ομόνοιας, λέει:
«Για αρκετές μέρες στο χωριό επικρατούσε μια ατμόσφαιρα υπερδιέγερσης. Ζούσαμε ώρες αυτονομίας, απουσίας του καθεστώτος – πρωτοφανές. Ούτε αστυνομία, ούτε τίποτα. Κανένας ένστολος. Από την αστυνομία μπλόκα σε απόσταση από τις εισόδους της πόλης, και δεν επέτρεπαν στους Αλυκιώτες να πάνε στους Αγίους Σαράντα. Ούτε τους Αλυκιώτες που ζούσαν στους Αγίους Σαράντα επέτρεπαν να βγουν. Φοβούνταν ότι θα πάμε ένας-ένας και κατόπιν θα ενωθούμε και θα διαδηλώσουμε μέσα στην πόλη.
»Μια μέρα μάς έστειλαν μήνυμα με τους χαφιέδες τους ότι ο συνοριοφύλακας που σκοτώθηκε στα σύνορα ήταν από τον Βορρά, κι επειδή οι βόρειοι έχουν το νόμο της εκδίκησης, προσπαθούσαν να διαδώσουν ότι κατεβαίνουν μαζικά για να σκοτώσουν και να πάρουν το αίμα πίσω. Ότι έρχεται τεράστιο κονβόι, το οποίο σταμάτησε η αστυνομία που δήθεν μας προστάτευσε από μακελειό.
»Θυμάμαι ότι όταν κυκλοφόρησε αυτή η φήμη, μαζεύτηκαν στο χωριό με τσεκούρια, τρικούλια, μαχαίρια, δρεπάνια για να αμυνθούν, όλοι οι χωριανοί. Μερικοί φοβήθηκαν και έλεγαν να μετακομίσουμε για ένα διάστημα σε άλλο γειτονικό χωριό για να μας προστατεύσουν εκεί οι Έλληνες. Είκοσι μέρες μετά ανακοινώθηκε από το καθεστώς ότι θα έχουμε πλουραλισμό, άρχισαν να μιλούν ανοιχτά όλοι εναντίον του καθεστώτος, χαλάρωσε το πράγμα.
»Τα ΜΜΕ του καθεστώτος έπνιξαν το θέμα. Υπήρχε τότε η κρατική τηλεόραση, ένα κανάλι, ενημερωτική εφημερίδα ήταν μόνο η Ζέρι Πόπουλιτ, υπήρχε το ραδιόφωνο του Αργυρόκαστρου, ελεγχόμενα φυσικά, υπήρχαν και κάποιες εφημερίδες καθαρά πολιτιστικού περιεχομένου, καμιά σχέση με την επικαιρότητα.
»Δεν είπαν φυσικά τίποτα. Ό,τι μαθεύτηκε, μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα. Θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα εάν αυτά γίνονταν το ’85 ή και νωρίτερα, το καθεστώς θα είχε ξεριζώσει ολόκληρο το χωριό και θα μας έστελναν εξορία. Θα έλεγαν ότι αυτοί θα μας μολύνουν όλη την περιοχή. Θα εκτελούσαν πολλούς, θα φυλάκιζαν ακόμα περισσότερους, θα γινόταν λαϊκό δικαστήριο για όλο το χωριό. Θα έφευγε όλο το χωριό. Δύσκολα θα γινόταν κάτι τέτοιο, χωρίς να το θεωρώ απίθανο. Πάντως μπορεί να είχε αρχίσει δειλά-δειλά να χαλαρώνει κάπως, και να συζητάει ο ένας με τον άλλο για το καθεστώς, δεν τολμούσε όμως ακόμα κανείς να σκεφτεί να περάσει στην Ελλάδα…».
Έναν χρόνο μετά, το καθεστώς κατέρρευσε και οι κάτοικοι του Αλύκου έκαναν τα πρώτο μνημόσυνο για τα ηρωικά παιδιά τους.
Το 1994, με απόφαση του Σαλί Μπερίσα, οι τέσσερις ομογενείς αναγορεύτηκαν επισήμως «μάρτυρες της Δημοκρατίας», και το 2007, με χρήματα του ελληνικού Κοινοβουλίου, ανεγέρθηκε στην πλατεία του Αλύκου μνημείο, όπου κάθε χρόνο τη 12η Δεκεμβρίου, που κηδεύτηκαν οι τέσσερις νέοι, τελείται μνημόσυνο και ακολουθούν εκδηλώσεις.