Με τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι συνδεδεμένη η έκτακτη εισφορά στην ακίνητη περιουσία –αυτό που σήμερα είναι ο ΕΝΦΙΑ– καθώς ο πρώτος φόρος αυτού του είδους επιβλήθηκε το 1923 ώστε να καλυφθούν τα έξοδα της ανταλλαγής των πληθυσμών.
Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, την επόμενη φορά που τα δημόσια ταμεία χρειάστηκαν έσοδα ήταν το 1975, οπότε και επιβλήθηκε ο Φόρος Κατοχής, που όμως δεν κράτησε πολύ.
Ακόμη μία απόπειρα επιβολής φόρου περιουσίας έγινε το 1982, όταν η τότε κυβέρνηση επέβαλε τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), με φορολογικούς συντελεστές που κυμαίνονταν μεταξύ 0,5% και 2%. Ο ΦΑΠ συνοδεύτηκε κι αυτός από πολιτική αναταραχή και αναπροσαρμόστηκε ώστε να περιλαμβάνει όσους είχαν ακίνητη περιουσία πάνω από ένα υψηλό όριο.
Ο συγκεκριμένος φόρος καταργήθηκε εντελώς το 1992, οπότε επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σε όσους είχαν ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα και την επόμενη χρονιά το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), ως πόρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο χρεωνόταν με τον λογαριασμό ηλεκτροδότησης και ισχύει μέχρι σήμερα.
Το 1997 υπήρξε ακόμη μια απόπειρα φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας με το Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ), ο οποίος επιβάρυνε όσους είχαν μεγάλη περιουσία. Έντεκα χρόνια αργότερα ο ΦΜΑΠ αντικαταστάθηκε από το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (ΕΤΑΚ), το οποίο βάρυνε όλα τα ακίνητα. Το 2009, επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά στα ακίνητα, ενώ το 2010 το ΕΤΑΚ καταργήθηκε και επανήλθε ο ΦΑΠ, ο οποίος είχε αφορολόγητη αξία αρχικά τα 400.000 και έπειτα τα 200.000 ευρώ.
Όμως ο χρόνος στον καιρό των μνημονίων έγινε πιο πυκνός. Το 2011 επιβλήθηκε το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ), το οποίο επιβάρυνε τις δομημένες επιφάνειες μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού, χωρίς αφορολόγητο όριο.
Το 2013 το ΕΕΤΗΔΕ αντικαταστάθηκε από το Έκτακτο Ειδικός Τέλος Ακινήτων (ΕΕΤΑ), το οποίο αντικαταστάθηκε την ίδια χρονιά από τον γνωστό Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ο οποίος με τροποποιήσεις ισχύει μέχρι σήμερα.