Το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που βιώνουμε και βλέπουμε και σε αυτό που ακούμε έρχεται κόντρα στη λογική και διαλύει την αίσθηση της «πραγματικότητας». Και κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να μην πιστέψουμε ότι ζούμε σε άλλη χώρα, καθώς ακούμε το τελευταίο διάστημα από τους κυβερνώντες και πάλι τις φράσεις: «Το μέλλον μας είναι στην Ευρώπη», «Ο στρατηγικός μας στόχος είναι η είσοδος στην ΕΕ», «Μια νέα σελίδα ανοίγει για τις μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία», κλπ.
Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι για την επιστροφή στη ρητορική της ΕΕ και τη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις. Ο ένας αφορά την οικονομία και ο άλλος την εξωτερική πολιτική.
Η πορεία της οικονομίας είναι κακή και οι προσδοκίες δεν είναι αισιόδοξες. Φυσικά η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η οικονομία μπορεί να συντρίψει την πολιτική. Όταν βυθίζεται είναι δύσκολο να κερδίσει εκλογές. Η οικονομική διαχείριση άλλαξε, δημιουργήθηκε μερική εμπιστοσύνη στις αγορές.
Η νέα διοίκηση της οικονομίας, που θέλει να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία, θέλει να εγκαταλείψει τη σκληρότητα της εξωτερικής πολιτικής και να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Επιπλέον, υπολογίζει ότι θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη των εγχώριων και ξένων χρηματοοικονομικών κύκλων στην κυβέρνηση και ότι θα επιταχυνθεί η εισροή ξένων κεφαλαίων που απαιτούνται για τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, με την εμφάνιση της αναζωογόνησης των σχέσεων με την ΕΕ.
Να σημειωθεί ότι τα πρώτα χρόνια στην εξουσία η πολιτική που ακολούθησε το ΑΚΡ στο θέμα της ΕΕ και των μεταρρυθμίσεων εξασφάλισε ρεκόρ ξένων επενδύσεων και ροών κεφαλαίου στην Τουρκία. Τα πρώτα τρία χρόνια μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη στην ΕΕ, οι ξένες επενδύσεις στην Τουρκία έφτασαν τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια. Τώρα προσπαθούν να διογκώσουν τα πανιά και επιταχύνουν τον πλου του καραβιού με μια παρόμοια «στρατηγική».
Είναι ρεαλιστικό; Όχι. Ίσως τα μέλη της κυβέρνησης να το έχουν καταλάβει από τις τόσες φορές που το έχουν ακούσει ότι το ξένο κεφάλαιο δεν μπορεί να έρθει σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει κράτος δικαίου, όπου το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν γίνεται σεβαστό και όπου η ξενοφοβία και η εχθροπάθεια τροφοδοτούνται συνεχώς. Επιπλέον, το να παρουσιάσουμε ότι ξεκινά μια νέα περίοδος στις σχέσεις με την ΕΕ δεν πείθει τους επενδυτές, οι οποίοι εξετάζουν συγκεκριμένα δεδομένα, μελλοντικές προβλέψεις και πρόσφατες επιδόσεις.
Ένα παράδειγμα; Η απόφαση της Volkswagen να σταματήσει την επένδυσή της στην Τουρκία.
Συμπέρασμα 1
Εκείνοι που θέλουν να προσελκύσουν το ξένο κεφάλαιο και προσποιούνται ότι και πάλι «αγκαλιάζουν» την ΕΕ και τις μεταρρυθμίσεις, πρώτα στέλνουν πλαστά μηνύματα, μετά κάνουν δύο τύπου «μεταρρυθμίσεις». Όταν όμως δεν ανταποκριθούν ούτε η ΕΕ ούτε οι επενδυτές –και η κυβέρνηση δεν εξασφαλίσει αυτά που προσδοκούσε–, τότε θα επιστρέψουμε ταχύτατα στα παλιά.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ο υπολογισμός της Άγκυρας ότι η αναθέρμανση των σχέσεων με την ΕΕ μπορεί να φρενάρει ή να εξισορροπήσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Είναι αυτό δυνατό; Και αυτό δεν φαίνεται ρεαλιστικό.
Στις ΗΠΑ ξεκινά η διοίκηση Μπάιντεν. Αυτή τη νέα περίοδο οι διατλαντικές σχέσεις θα αποκατασταθούν. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα κινηθούν ξανά από κοινού στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές τους. Λοιπόν, ποια θα είναι η θέση της Τουρκίας μετά από μια τέτοια εξέλιξη;
Οι κυρώσεις των ΗΠΑ θα συνεχιστούν. Όσον αφορά την ΕΕ, σε μια περίοδο που σε ολόκληρη τη Δύση εξαπλώνεται η «ανησυχία για τη Ρωσία» δεν πρόκειται να συμπεριφερθεί «θερμά» σε μια Τουρκία στην οποία οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις επειδή προμηθεύτηκε από τη Ρωσία το σύστημα S-400. Αντίθετα, οι Βρυξέλλες μπορεί να λάβουν στήριξη από την Ουάσινγκτον και να σκληρύνουν τη στάση στα θέματα της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συμπέρασμα 2
Όταν η τουρκική κυβέρνηση συνειδητοποιήσει ότι δεν αποδίδει τα αναμενόμενα η πολιτική της «επαναπροσέγγισης» με την ΕΕ που έχει ως στόχο να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις των ΗΠΑ, σύντομα θα εγκαταλείψει τα γλυκά λόγια και τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και θα επιστρέψει στα «κριτήρια της Άγκυρας».
Υπάρχουν επίσης «εσωτερικοί» λόγοι για τους οποίους το εγχείρημα της αναθέρμανσης του στόχου της ΕΕ και των πραγματικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι εφικτός.
Τα τελευταία 10 χρόνια, η Τουρκία «κλείστηκε στον εαυτό της».
Με την εθνικιστική καταιγίδα που ξέσπασε αυξήθηκε το μίσος στους ξένους, και με τα ρωσικά και κινέζικα ανοίγματα η εχθρότητα προς τη Δύση έφτασε στο αποκορύφωμά της. Και αυτό δεν έγινε μόνο στην εκλογική βάση της κυβέρνησης, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Τώρα πλέον το θέμα της ένταξης στην ΕΕ δεν έχει τη στήριξη που είχε τις αρχές της δεκαετίας του 2000 από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Λαμβάνει υποστήριξη μόνο από τους μισούς πολίτες.
Εν ολίγοις, δεν υπάρχει μεγάλο πολιτικό όφελος από την αναζωογόνηση της πολιτικής υπέρ της εισόδου στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, με βάση την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στους ψηφοφόρους του, είναι πλέον σοβαρός πολιτικός κίνδυνος για το AKP να «φαίνεται ότι είναι υπέρ της ΕΕ».
Ενώ η υποστήριξη των ψηφοφόρων του AKP για ένταξη στην ΕΕ τη δεκαετία του 2000 έφτανε το 80%, τώρα είναι περίπου στο 30%. Ειδικότερα, είναι απίθανο να υποδεχτούν με «χαρά» τον εκδημοκρατισμό και τις δικαϊκές μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο της ενταξιακής πορείας.
Υπάρχει επίσης ο παράγοντας MHP. Οι ψηφοφόροι του AKP, μερικοί από τους οποίους έχουν ήδη στραφεί στο MHP, θα πλησιάσουν ακόμα περισσότερο τον Μπαχτσέλι όταν πιστέψουν ότι η κυβέρνηση βλέπει σοβαρά την ΕΕ και είναι αποφασισμένη να κάνει μεταρρυθμίσεις.
Συμπέρασμα 3
Υπό αυτές τις πολιτικές συνθήκες δεν είναι δυνατόν το ΑΚΡ να θέλει στα σοβαρά να στραφεί προς την ΕΕ και να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για τις μεταρρυθμίσεις. Και το πιο σημαντικό: Θέλει πραγματικά η τουρκική κυβέρνηση να αναζωογονήσει την ενταξιακή διαδικασία και να επιτύχει τον στόχο της;
Το AKP ήταν πολύ ενθουσιώδες στα πρώτα του χρόνια – είπαν ακόμη και τη φράση: «Θέλουμε έναν καθολικό γάμο με την ΕΕ». Πραγματοποιήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την πλήρη ένταξη. Ναι, αλλά ακόμη και τότε αυτό που κινητοποιούσε το AKP δεν ήταν το ίδιο το θέμα της εισόδου στην ΕΕ, αλλά η επιδίωξη για το άνοιγμα ενός χώρου για τον εαυτό του στην εγχώρια πολιτική και τη δημιουργία μιας βάσης για τη νομιμοποίησή του.
Τα δύο προηγούμενα (ισλαμιστικά) κόμματα, των οποίων αποτελεί τη συνέχεια, είχαν απαγορευθεί από το κράτος. Ήταν ο «αντίπαλος» του συστήματος και το σύστημα τα απέβαλε. Ήταν μια ανωμαλία για το σύστημα. Επομένως, η προτεραιότητα του ΑΚΡ ήταν να παραμείνει όρθιο και να γίνει αποδεκτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πέταξε το πουκάμισο της «Εθνικής Άποψης» (milli görüş), δήλωσε ότι το πολιτικό Ισλάμ είναι νεκρό και πέτυχε την υποστήριξη διαφόρων κύκλων. Αλλά ακόμα το σύστημα έβλεπε το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές και κατέλαβε την εξουσία με καχυποψία, σχεδόν δεν το θεωρούσε «νόμιμο».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες της «υπαρξιακής κρίσης» το ΑΚΡ έκανε για λόγους κομματικά ωφελιμιστικούς στόχο την είσοδο στην ΕΕ.
Οι προσδοκίες της ΕΕ από την Τουρκία ήταν προφανείς: Ενίσχυση του κράτους δικαίου, τερματισμός της απαγόρευσης λειτουργίας των κομμάτων, τερματισμός της επιρροής του στρατού στην πολιτική, ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ άλλων.
Όμως, τι σύμπτωση: Σ’ εκείνη την περίοδο όλα τα παραπάνω ήταν και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και το ίδιο το νέο κυβερνών κόμμα. Η απαίτηση της ΕΕ να μην απαγορεύεται η λειτουργία κομμάτων, προστάτευε το ίδιο, το κράτος δικαίου προστάτευε τους ισλαμιστές ψηφοφόρους του ΑΚΡ, και η απαγόρευση ανάμιξης του στρατού στην πολιτική και πάλι προστάτευε το ΑΚΡ και τον Ερντογάν.
Έτσι η κυβέρνηση έκανε αυτό που απαιτούσε η ΕΕ και αυτό που βόλευε και την ίδια. Συνεπώς εκείνοι που κατηγορούσαν όλους τους άλλους εκτός από τους εαυτούς τους ως «υποχείρια και όργανα της Δύσης», άρχισαν τώρα οι ίδιοι να βαδίζουν προς τη Δύση. Επιπλέον, ενώ το έκαναν αυτό αντιλήφθηκαν άλλα δύο πράγματα.
Πρώτον, η απαίτηση της ΕΕ για «μεταρρυθμίσεις» τους έδινε τη δυνατότητα να κάνουν εκείνες που εξυπηρετούσαν το ΑΚΡ και τον Ερντογάν, αφού μετά απ’ αυτές το σύστημα δεν θα είχε πλέον τη δυνατότητα να τους υπονομεύσει.
Δεύτερον, η «πολιτική μεταρρυθμίσεων» που νομιμοποιούταν και δικαιολογούταν από το στόχο της ΕΕ εξασφάλιζε νέους συμμάχους στο κόμμα, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων, όπως οι δημοκρατικοί, οι φιλελεύθεροι, οι θιασώτες της οικονομίας της αγοράς και εκείνοι που ήθελαν η Τουρκία να γίνει μέρος του σύγχρονου κόσμου, στήριξαν το ΑΚΡ. Το κόμμα, παίρνοντας μαζί του αυτούς νέους συμμάχους, δημιουργούσε ένα τείχος προστασίας γύρω του.
Αυτήν την περίοδο, στην κατάσταση που είναι έχει ανάγκη όλους αυτούς; Όχι φυσικά. Επομένως, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε από την κυβέρνηση να υλοποιήσει την υπόσχεση για αναθέρμανση του στόχου της ΕΕ και της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων.
- Απόδοση στα ελληνικά από τα τουρκικά: Σάββας Καλεντερίδης.