Οι παλαιοί λυράρηδες, εκείνοι της πατρίδας, ήταν αναμφίβολα αδικημένοι υπό την έννοια ότι δεν γνώρισαν ποτέ ούτε τη δόξα ούτε τις οικονομικές απολαβές των σημερινών. Από μια άποψη όμως ήταν και τυχεροί, διότι το όνομά τους πέρασε στην ιστορία. Οι πραγματικά αδικημένοι ήταν οι τραγουδιστές, και κυρίως οι τραγουδοποιοί της πατρίδας. Αυτοί που δημιούργησαν πολλά από τα τραγούδια που τραγουδούμε σήμερα και που το όνομά τους ξεχάστηκε πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα δημιουργήματά τους. Μακάρι να μπορούσαμε να τους ανακαλύψουμε όλους, έναν προς έναν, και να τους δώσουμε τη θέση που τους αξίζει στο πάνθεο των σκαπανέων της ποντιακής μουσικής.
Για έναν ωστόσο που γνωρίζω, νιώθω υποχρεωμένος να μιλήσω…
Θυμάμαι ότι εκείνα τα πρώτα χρόνια που μάθαινα λύρα στο καφενείο του χωριού μου, αν με πλησίαζε κανένας γέρος την ώρα που έπαιζα, η πιο πιθανή παραγγελιά του θα ήταν: «παίξον τη Πατσάκονος…». Και δεν εννοούσε κάτι άλλο παρά εκείνον τον παλιό σαντέικο σκοπό, που εμείς οι νεότεροι αποκαλούμε σήμερα «’ς σο χάραμαν τ’ Ανατολής» (από το στίχο με τον οποίο το αποτύπωσε στη δισκογραφία ο Χρύσανθος).
Ποιος ήταν όμως αυτός ο Πάτσακος;
Ο Γεώργιος Πατσακίδης, «ο Πάτσακον ο τραβωδιάνον», γεννήθηκε το 1875 στην ενορία Ισχανάντων. Ήταν ένας από τους δύο ξακουστούς τραγουδοποιούς της Σάντας (ο άλλος ήταν ο Γεώργιος Λαμπριανίδης, ο «Γιωρίκας τη Γοργόρ’ τη Κώττα» από την ενορία Πιστοφάντων). Ενώ όμως ο Λαμπριανίδης έμεινε στην ιστορία κυρίως για τις τραγουδιστικές του ικανότητες (και δευτερευόντως για τις τραγικές προσωπικές του περιπέτειες, τις οποίες τραγούδησε με τρόπο συγκλονιστικό), ο Πάτσακος έμεινε στην ιστορία κυρίως για το καθαυτό στιχουργικό ταλέντο του.
Σε αυτόν ανήκουν πολλά γνωστά τραγούδια, που τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα, με πρώτο και καλύτερο ένα που θεωρείται ακόμη και σήμερα ως το ομορφότερο ίσως ποντιακό ερωτικό τραγούδι.
Κι ας μη θυμάται κανείς πλέον ότι είναι δικό του. Οι στίχοι του είναι οι ακόλουθοι:
Κορτσόπον ασπροκόκκικον, ο πρόσωπο σ’ φωτάζει
κι όσα τερώ σον πρόσωπο σ’, έρται μ’ η γης τρομάζει.
Η εμορφάδα σ’ έν’ πολλά και με το περισσόν-ι
κι η ασπροκοκκινιάδα σου εδέβεν το χρυσόν-ι.
Εγαντούρεψες το Θεόν κι όλια εσέν εδέκεν
κι όλια τ’ άλλα τα κόρτσοπα πουγαλεμένα εφέκεν.
Κι όλ’ έρχουνταν για να τερούν τ’ εσά τα εμορφάδας
δώσ’ κι εκεινούς πα ας χαίρουνταν κι ας είν’ με τα παράδας.
Απ’ ολίγον δώσ’ κι ατουνούς κι ας παίρν’ ατειν μουράτια,
κι εσύ πα γουρταρεύκεσαι ας ολονών τ’ ομμάτια…
Και μη βιαστείτε να πείτε «μα αυτό το ξέρω, είναι του Χρύσανθου…». Είναι πράγματι του Χρύσανθου, υπό την έννοια ότι ο Χρύσανθος το τραγούδησε –και μάλιστα εκπληκτικά– πάνω σε έναν πολύ όμορφο σκοπό με τη συνοδεία της λύρας του Γιωργούλη Κουγιουμτζίδη. Με τη διαφορά ότι ο πραγματικός δημιουργός του τραγουδιού είχε προλάβει να το δημοσιεύσει το 1904 στην Τραπεζούντα υπό τον τίτλο «Ύμνος εις την ομορφιάν».
Ο Χρύσανθος απλώς το ανακάλυψε, το τραγούδησε και του χάρισε την αιωνιότητα…
Για την ιστορία, ο Γεώργιος Πατσακίδης δεν κάθισε πολύ στη Σάντα. Σχετικά νέος έφυγε με την οικογένειά του για το Βατούμ. Το 1930 ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Νευροκόπι της Δράμας. Για ένα διάστημα εξέδιδε προπολεμικά στη Δράμα τον Σκαλίτα, τη μοναδική ποντιακή σατιρική εφημερίδα που εκδόθηκε στον ελλαδικό χώρο. Στα λίγα μόνο φύλλα που πρόλαβε να κυκλοφορήσει, δημοσίευσε καταπληκτικά σατιρικά –και όχι μόνο– ποιήματα και τραγούδια του, κάποια από τα οποία αργότερα έγιναν επιτυχίες από καλλιτέχνες που είχαν την τύχη να τα ανακαλύψουν. Τα μοναδικά σωζόμενα φύλλα αυτής της καταπληκτικής εφημερίδας βρίσκονταν στα χέρια του μεγάλου λαογράφου μας Σίμου Λιανίδη, όπου τα είδα κι εγώ κάποτε, όταν ήμουν μαθητής του Λυκείου. Μετά το θάνατό του δεν ξέρω τι απέγιναν…
Ο Γεώργιος Πατσακίδης, ο «Πάτσακον ο τραβωδιάνον», πέθανε το 1944 κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Νέα Σάντα Κιλκίς, όπου κατέφυγε με την οικογένειά του για να αποφύγει τη βουλγαρική κατοχή που επικρατούσε στη Δράμα.
- Πηγή: facebook / Dimitris Piperidis.