Το σκόρδο αποτελεί για τη λαϊκή ιατρική ένα πολυδύναμο φάρμακο με μεγάλη αξία. Το σχετικό λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ήταν ένα πανίσχυρο φυσικό γιατροσόφι που θεράπευε πολλές ασθένειες.
Το κοινό σκόρδο –γνωστό και ως σκόροδον– στην Αρχαιότητα ήταν αρκετά διαδομένο ως αρτυματικό λαχανικό στον Πόντο.
Προέρχεται από την κεντρική Ασία, ιδιαίτερα τη Μογγολία, από όπου και μεταφέρθηκε από τους Σκύθες. Είναι ένα από τα πανάρχαια φαρμακευτικά φυτά. Παρόλο που χρησιμοποιείται εδώ και 5.000 χρόνια στις παραμεσόγειες περιοχές, στην Ευρώπη εισήχθη σχετικά αργότερα.
Το σπουδαιότερο μέρος του φυτού είναι ο υπόγειος βολβός, ο οποίος επικαλύπτεται με λεπτά λευκά φύλλα, έτσι λοιπόν στον Πόντο έλεγαν: «Άσπρεσσα κοσσού ’ς σην γην φωλιάζ’» (άσπρη κλώσα στη γη φωλιάζει).
Είναι πλούσιο σε λιπαρές ουσίες, άζωτο, υδατάνθρακες και νερό. Στην αλλισίνη που περιέχει οφείλονται οι αντισηπτικές και αντιμικροβιακές ιδιότητές του. Δρα ενάντια σε παράσιτα, πρωτόζωα, μύκητες και ιούς, κι έτσι εξυγιαίνει τη μικροβιακή χλωρίδα του πεπτικού συστήματος. Βοηθάει στη θεραπεία της βρογχίτιδας και της φυματίωσης. Επίσης επιταχύνει την έκκριση των αδένων, με αποτέλεσμα να ανοίγει την όρεξη (τζατζίκι, σκορδαλιά) και να διευκολύνει την πέψη.
Το σκόρδο, τέλος, ρυθμίζει την κυκλοφορία του αίματος καθόσον το καθιστά λεπτόρρευστο, και μειώνει την πίεση ενώ προλαμβάνει την αρτηριοσκλήρυνση. Σε υψηλές βέβαια ποσότητες μπορεί να προκαλέσει ενοχλήσεις στο στομάχι αλλά και… στον κοινωνικό περίγυρο με την ιδιάζουσα μυρωδιά του, γι’ αυτό και έλεγαν: «Νε (ούτε) σκόρδον έφαγα, νε σκορδέαν μυρίζω» (για όσους αρνούνται καταφανή περιστατικά).
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.