Η νύχτα της 13ης προς 14η Ιανουαρίου είναι η νύχτα που γεννιέται ο νέος χρόνος, με βάση το παλιό ημερολόγιο (Ιουλιανό) που ακολουθείται στον Πόντο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, λοιπόν, ειδικά στα ελληνόφωνα χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας, μαζεύονταν τα αγόρια και οι άνδρες του χωριού, συνήθως σε κάποιο σπίτι ή σε κάποιον χώρο της κοινότητας. Αφού έπιναν κι έτρωγαν στήνοντας ένα μικρό γλέντι, ξεκινούσαν βαμμένοι και μασκαρεμένοι, με λύρες και γαβάλια, να πάνε στα σπίτια.
Το έθιμο θέλει να λένε τα κάλαντα δίχως να τους αναγνωρίζουν οι νοικοκυραίοι.
Με διάφορα δέρματα, φοτάδες, ρούχα φορεμένα ανάποδα και βαμμένοι στο πρόσωπο έψελναν το εξής στιχάκι: «Καλαντάρης-Κουλουντούρης, αν έ’εις τίπου βάλε σο σακίν, αν ου’ έ’εις ασπάλισον την πόρταν». Οι σπιτονοικοκυραίοι ανταπέδιδαν την επίσκεψη με διάφορα φιλέματα όπως σταφίδες, λεφτοκάρυα, αλεύρια, βούτυρα κτλ. Σε κάποιες περιπτώσεις έδιναν και χρήματα.
Αφού έλεγαν τα κάλαντα, ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς, όλα τα αγόρια έδιναν ραντεβού σε ένα τρίστρατο ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά. Εκεί με τα φιλέματα που τους έδιναν ζύμωναν τα κολόθια, μικρά στρογγυλά ψωμάκια, σαν τσουρέκια, σε μέγεθος βούρας (χούφτας) αποτελούμενα από αλεύρι, νερό, βούτυρο και μπόλικο αλάτι.
Το αλάτι το πρόσθεταν σκόπιμα, γιατί όσοι έτρωγαν από εκείνα τα τσουρεκάκια καλάντων, σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε να διψάνε πολύ και να μην πιούν νερό ώσπου να κοιμηθούν – το βράδυ στον ύπνο τους θα έβλεπαν τον καλό τους ή την καλή τους που θα τους ξεδιψούσε, και που θα γινόταν ο μελλοντικός σύντροφός τους.
Κατά τον λαϊκό μύθο, πολλοί παντρεύτηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο και μετέφεραν αυτό το έθιμο και στις επόμενες γενιές.
Το έθιμο, μάλιστα, διατηρείται και σήμερα στον Πόντο. Η παράδοση του Καλαντάρη αναγνωρίστηκε ως άυλο στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς από την Επαρχιακή Διεύθυνση Πολιτισμού και Τουρισμού της Τραπεζούντας και στάλθηκε στο αντίστοιχο υπουργείο της Τουρκίας για να ενσωματωθεί στην λαογραφική απογραφή.