Με κάλαντα από μικρά παιδιά αποχαιρετούσαν τον παλιό χρόνο οι Πόντιοι στις πατρογονικές εστίες, καθώς το έθιμο ήθελε να ψάλλονται το βράδυ της παραμονής, και όχι το πρωί όπως σήμερα. Μόλις σουρούπωνε, οι νοικοκυρές ξεκινούσαν να στρώνουν και το εορταστικό τραπέζι, το οποίο θα έπρεπε να έχει οπωσδήποτε φρούτα και καρπούς, ζυμαρικά, και την ποντιακή βασιλόπιτα με το φλουρί.
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Ποντιακή Εστία για τα καλαντόφωτα στην Τραπεζούντα, αναφέρεται ότι στο τραπέζι αυτό μπορούσε κανείς να βρει μήλα και απίδια από τη Γεμουρά και την Αργυρούπολη, πορτοκάλια από το Ριζαίο, μανταρίνια από το Βατούμ, φουντούκια και καρύδια από τη Σάνα, τη Σαμάρουξα και τη Χοτς, τούτια, παστίλα, τσίρια, καϊσιά και γκιουμέδες από το Ερζιγκιάν και την Κιμισχανά, χουρμάδες από το Μισίρι, και πολλά άλλα.
Προτού ξεκινήσει το δείπνο, ο αρχηγός του σπιτιού έπαιρνε ένα ποτηράκι με ούζο και έχυνε λίγες στάλες στις τέσσερις πλευρές του τραπεζιού με την ευχή: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Το υπόλοιπο το έπινε στην υγειά των μελών της οικογένειας και των φίλων της. «’Σ σην υ’είαν εμουν. Ο Θεόν να πολυχρονίζ’ και να κρατεί μας. Κανάν κακόν να μην ελέπωμε. Ο Θεόν όλον τον κόσμον, κι εμάς πα να μη ανασπάλ’», συνήθιζαν να λένε.
Μετά το δείπνο ο οικοδεσπότης έπαιρνε λίγα φουντούκια και γυρίζοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο «εκαλαντίαζεν», δηλαδή δώριζε, σκορπώντας από λίγα στα ντιβάνια και επαναλαμβάνοντας την ευχή: «Κάλαντα καλός καιρός, πάντα και του χρόνου».
Στο ίδιο τραπέζι, το καλαντιάτικο, στολιζόταν και το καλαντοκούρ’. Με τη λέξη αυτή ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Λεξικό του περιγράφει το μεγάλο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι ανήμερα της Πρωτοχρονιάς ώστε να μείνουν μακριά από το σπίτι τα κακά πνεύματα, οι καλικάντζαροι. Στην καταγραφή που υπάρχει στην Ποντιακή Εστία από τον Μιχάλη Μεταλλείδη, ως καλαντοκούρ’ περιγράφεται το έθιμο με τα μικρά συμμετρικά κλαδιά ελιάς, τα καλαντοκούρια, που στολίζονταν με φουντούκια. Αφού δημιουργούσαν ένα ράγισμα στο κέλυφος, τα «κάρφωναν» στα ελιόφυλλα.
Επρόκειτο για ένα σύμβολο ευτυχίας και πλούτου, το οποίο παρέμενε έτσι όλο το χρόνο, στα σπίτια και στα ελληνικά μαγαζιά. Συνήθως τα καλαντοκούρια τα έβαζαν στα εικονοστάσια, στην εστία του σπιτιού ή στο μαγαζί – όλα τα σημεία συνδέονται με την παροχή τροφής στην οικογένεια.
Το φαγοπότι της παραμονής, βέβαια, κρατούσε ώρες, συνήθως μέχρι τα χαράματα. Τις πόρτες των σπιτιών συχνά χτυπούσαν και οι Μωμόγεροι.
Την αυγή του νέου έτους, με το σύθαμπο, η οικογένεια μαζευόταν στο παράθυρο του σπιτιού που έβλεπε στη θάλασσα και κάνοντας το σημείο του σταυρού ζητούσε να της χαριστεί «τύχην φαρδύν άμον το πλάτος ατς» και «υ’είαν καθαρόν άμον το νερόν αες».
Επίσης, η μητέρα έπαιρνε μια μικρή βίτσα και χτυπώντας χαϊδευτικά τις πλάτες των παιδιών ζητούσε να γίνουν πιο φρόνιμα. «Άλλαξον το χούι σ’» έλεγαν.