Την παραμονή των Χριστουγέννων οι βαριές δουλειές του σπιτιού είχαν τελειώσει και οι νοικοκύρηδες πηγαινοέρχονταν στα καταστήματα για να εφοδιαστούν με τα απαραίτητα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στο Παλαιοχώρι οι άντρες έκαναν κάποιες μέρες πριν και τα χοιροσφάγια, έσφαζαν δηλαδή ένα γουρούνι το οποίο έτρεφαν έναν ολόκληρο χρόνο. Αφού το έγδερναν και κρατούσαν το κρέας που θα χρειάζονταν άμεσα, εκμεταλλεύονταν ό,τι μπορούσαν, όπως το δέρμα για την κατασκευή παπουτσιών και το λίπος του, ενώ το υπόλοιπο κρέας το έκαναν παστό ή λουκάνικα. Στη διαδικασία αυτή, που έπαιρνε το χαρακτήρα τελετουργίας και γλεντιού βοηθούσε ο ένας τον άλλο.
Στη Σμύρνη όσοι έσφαζαν γουρούνι σχημάτιζαν με το αίμα το ένα σταυρό στο κατώφλι της πόρτας για να αποτρέψουν τα θανατικά.
Οι νοικοκυρές καταγίνονταν με την προετοιμασία των γλυκών και των χριστόψωμων. Στα διαφόρων ειδών γλυκά χρησιμοποιούσαν αρκετούς ξηρούς καρπούς και σουσάμι, σύμβολα ευφορίας και ευγονίας, καθώς και φύλλα και δίπλες που συμβόλιζαν τα σπάργανα του Χριστού.
Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα έδιναν στην παρασκευή του χριστόψωμου, το οποίο θα έκοβαν πρώτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Πρόκειται για ένα είδος γλυκού ψωμιού, ο τρόπος παρασκευής και τα υλικά του οποίου παρουσιάζουν μικρές διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Έτσι, για παράδειγμα, στα Βουρλά της Ερυθραίας το χριστόψωμο ζυμωνόταν επτά φορές (επτάζυμο) και όταν το έβγαζαν από το φούρνο το ράντιζαν με ροδόνερο και το πασπάλιζαν με ζάχαρη και κανέλα, ενώ στα Αλάτσατα έπρεπε να βάλουν απαραιτήτως μαστίχα, γλυκάνισο και σουσάμι για να έχουν καλή σοδειά.
Για τη διακόσμηση του χριστόψωμου έφτιαχναν έναν μεγάλο σταυρό από ζυμάρι στο κέντρο ή χρησιμοποιούσαν εναλλακτικά εκκλησιαστικές σφραγίδες.
Επίσης, πάνω τοποθετούσαν απαραιτήτως ξηρούς καρπούς, κυρίως καρύδια και αμύγδαλα για να διασφαλίσουν την ευφορία της γης τους, ενώ στο Μελί και το Λυθρί της Ερυθραίας έβαζαν στο κέντρο ένα κλωνάρι ελιάς. Στο Μελί εκτός από το χριστόψωμο έφτιαχναν και τα κολίκια, ζυμαρένια κουλούρια σε σχήμα σπείρας, σύμβολο της αιωνιότητας και της αέναης κίνησης των πραγμάτων. Το μεγαλύτερο από αυτά το έστελναν στην εκκλησία να το λειτουργήσουν, ενώ μικρότερα έστελναν οι ανάδοχοι στα βαφτιστήρια τους.
Χριστόψωμα και γλυκά συνήθιζαν να στέλνουν το πρωί ή το απόγευμα της παραμονής σε φίλους, συγγενείς και δασκάλους των παιδιών, στο πλαίσιο της σύσφιξης των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών. Επίσης, φαγητά, γλυκά και χριστόψωμα έστελναν στους φτωχότερους κατοίκους των χωριών, αλλά και σε όσους είχαν βαρύ πένθος, κάτι που δείχνει τους δεσμούς αλληλοϋποστήριξης και αλληλοβοήθειας που υπήρχαν στις παλαιότερες αγροτικές κοινωνίες, καθώς φαίνεται ότι θεωρούσαν ανεπίτρεπτο μια τέτοια μέρα να υπάρχουν άνθρωποι δίπλα τους που να στερούνται τα αναγκαία.
Εντύπωση προκαλεί ένα έθιμο στην Καλλονή της Λέσβου, σύμφωνα με το οποίο, όσοι είχαν πένθος έπρεπε την παραμονή των Χριστουγέννων να μοιράσουν στους φτωχούς ρεβίθια (πλατσέντις) και την ημέρα των Χριστουγέννων γλυκά, για την ψυχή (σχώριου) αυτού που είχε πεθάνει.
Το απόγευμα της παραμονής τα αγόρια έβγαιναν να πουν τα κάλαντα στις γειτονιές.
Στη χερσόνησο της Ερυθραίας τα αγόρια έλεγαν τα κάλαντρα, όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν, σε παρέες, κρατώντας χάρτινα φαναράκια (βενέτικα) και ένα χάρτινο ομοίωμα εκκλησίας που συμβόλιζε την Αγια-Σοφιά, φωτισμένο με ένα κερί, που συμβόλιζε την πίστη που ήταν θερμή. Στο Μελί αντί για ομοίωμα εκκλησίας κρατούσαν ένα ομοίωμα καραβιού, τενεκεδένιο ή ξύλινο. Στο Μανταμάδο της Λέσβου ο αρχηγός των καλαντιστών χτυπούσε την πόρτα των νοικοκυραίων με ένα ραβδί, την κουσ’κούδα. Τα κάλαντα που λέγονταν την ημέρα αυτή αφορούσαν κυρίως στην εξιστόρηση του θαυμαστού γεγονότος της γέννησης του Χριστού και συνέχιζαν με παινέματα των νοικοκύρηδων και προτροπές για κεράσματα των καλαντιστών. Τα κεράσματα αυτά –τα καρτάκια όπως τα έλεγαν στον Τσεσμέ– ήταν συνήθως γλυκά, αυγά, κολίκια και ξηροί καρποί, και πολύ σπανιότερα νομίσματα.
Από το βράδυ της παραμονής σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας φρόντιζαν να μην σβήσει η εστία της φωτιάς για να μπορεί να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Τις πρώτες πρωινές ώρες των Χριστουγέννων παρακολουθούσαν τη λειτουργία στην εκκλησία, και όταν γύριζαν κάθονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το οποίο συνήθως ετοίμαζαν από το προηγούμενο βράδυ. Στα Χύδηρα της Λέσβου οι βοσκοί συγκέντρωναν την ώρα εκείνη τα κοπάδια τους γύρω από το Μοναστήρι του Κουρούκλου και παρακολουθούσαν τη Λειτουργία, θυμίζοντας την προσκύνηση των ποιμένων στο Θείο Βρέφος.
Κύριο χριστουγεννιάτικο φαγητό στα μικρασιατικά παράλια ήταν η σούπα από κότα, αφού ήταν κατάλληλο μετά από τη μακρά περίοδο της αυστηρής νηστείας που είχε προηγηθεί.
Επίσης, έφτιαχναν χοιρινό ψητό, παστό, λουκάνικο ή με σέλινο, καθώς το τελευταίο αποτελούσε μία από τις πρασινάδες που φύτρωναν το χειμώνα και άρα συμβόλιζε την ευφορία και τη νίκη της φύσης απέναντι στον βαρύ χειμώνα. Τέλος, προτιμούσαν και φαγητά τα οποία τύλιγαν, όπως οι ντολμάδες και οι σαρμάδες, αφού, όπως συνέβαινε και με τα γλυκά, συμβόλιζαν τον σπαργανωμένο Χριστό.
Η μέρα των Χριστουγέννων, όπως και η επόμενη, κυλούσαν με γενικότερη χαρά, ευφορία και ανταλλαγές επισκέψεων. Μάλιστα, στο Αϊβαλί οι νοικοκυρές έστηναν μπροστά από τα σπίτια τους χάλκινα τραπέζια με κεράσματα, τα κουμούσια, για να τρώνε, να πίνουν και να εύχονται οι περαστικοί. Στο Παλαιοχώρι της Λέσβου οι άντρες τη δεύτερη μέρα πήγαιναν στην τοποθεσία Λαγκαδούρα. Εκεί έβαζαν σημάδι έναν πετεινό, και όποιος τον πετύχαινε τον έπαιρνε μαζί του σαν έπαθλο.
Τέλος, μια ευρύτερη αντίληψη, με τη μορφή πρόληψης, η οποία επικρατούσε στην Ιωνία και την Αιολίδα, ήταν ότι αποτελούσε πολύ κακό σημάδι η γέννηση ενός παιδιού την ημέρα των Χριστουγέννων. Αυτό συνέβαινε διότι πίστευαν ότι το παιδί αυτό είχε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, δηλαδή την ημέρα της ασπόρου συλλήψεως. Για τα παιδιά αυτά διαβάζονταν ειδικές ευχές για να αποτρέψουν το κακό, ενώ στην Καλλονή της Λέσβου για τον ίδιο λόγο τα βάφτιζαν ανήμερα των Φώτων. Η ορθότητα αυτής της αντίληψης ίσως να ήταν συζητήσιμη.
- Πηγή: facebook / ΕΣΤΙΑ Νέας Σμύρνης.