Το πλέον παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο γλύκισμα είναι οι κουραμπιέδες, μαζί με τα μελομακάρονα και τις δίπλες, και για τους πιο… υποψιασμένους μαζί με τα ισλί (ή ιτσλί) που έχουν ρίζες από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας.
Μαζί με τους πρόσφυγες του 1922 ήρθε και ο κουραμπιές που μετρά μόλις έναν αιώνα ζωής και μπόλιασε τις γιορτές στην Ελλάδα με μια ιστορία που ξεκινά από την Περσία και περνά σε όλη τη Μικρά Ασία και από εκεί στα Βαλκάνια.
Η λέξη kurabiye στα τουρκικά σημαίνει «μπισκότο». Είναι σύνθετη: kuru πάει να πει στεγνό ή ξερό, ενώ το δεύτερο συνθετικό biye είναι –λένε οι ειδικοί της γλωσσολογίας– λατινικό δάνειο. Σχετίζεται με τη λέξη biscuit (μπισκότο) και δεν είναι τίποτα άλλο από το αρχαίο ελληνικό δίπυρο, δηλαδή το αρτοσκεύασμα που διπλοφουρνίζεται για να χαθεί όλη η υγρασία.
Στην Τουρκία κουραμπιέδες είναι τα κάθε λογής ξερά και στεγνά βουτήματα. Η συνταγή με την επικάλυψη από άχνη ζάχαρη στα μικρασιατικά παράλια συναντάται ως rum kurabiye (κουραμπιές των Ρωμιών) – στον υπόλοιπο κόσμο το ίδιο γλύκισμα το βρίσκει κανείς ως ανατολίτικο κουραμπιέ.
Οι δε κουραμπιέδες από τη Σμύρνη ξεχωρίζουν από το ροδόνερο που ραντίζονται όταν βγουν από το φούρνο, από το κρυμμένο γαρύφαλλο-καρφάκι σε κάποιο σημείο, από το κονιάκ και το χοντροκομμένο αμύγδαλο στο ζύμωμα.
Εκτός από κέρασμα των Χριστουγέννων, είναι και κέρασμα για κάθε χαρμόσυνο γεγονός, όπως οι γάμοι και οι βαφτίσεις.