Σάστισα όταν για πρώτη μου φορά (1960) είδα και άκουσα τις κατσιβέλες να φωνάζουν «κόκκινα» στα ρωμαίικα στην πλατεία της αρμένικης εκκλησίας και εμπρός από το μαγαζί του πατέρα μου, ενώ κρατούσαν στοιβαγμένα φυτά μέσα σε εκείνα τα μεγάλα στενόμακρα και βαθιά ψάθινα σεπέτια (καλάθια) τους – παρόμοια σεπέτια κρατούσαν οι πλανόδιοι πωλητές που γυρνούσαν στις τότε γειτονιές μας και πουλούσαν γαλέτες, παξιμάδια και κρικ κρακ (κριτσίνια).
Η Χαλκηδόνα μας ιστορικά είχε δύο πλατείες, η πιο κεντρική ήταν εμπρός από την Αγία Ευφημία, καθώς από εκεί πίσω ήταν το τσαρσί (αγορά) και προς τα κάτω ο δρόμος διέθετε τους φούρνους (ο ένας είχε στο υπόγειό του και το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής), λίγα δε μέτρα πιο κάτω ήταν το Μέγαρο της Μητρόπολης και εμπρός του η μοναδική τότε βαπορόσκαλα.
Τα χρόνια εκείνα (1880-1920) οι πάντες διέσχιζαν το δρόμο αυτόν κατευθυνόμενοι από την τότε βαπορόσκαλα προς το τσαρσί μέσω της πλατείας, ή και αντίστροφα.
Η δεύτερη πλατεία ήταν εμπρός από την αρμένικη εκκλησία Σουρπ Τακαβόρ, εκεί κάποτε ήταν το ζωοπάζαρο (Hayvan pazarı) – δύο πινακίδες πάνω στα κτήρια δύο μαγαζιών δηλώνουν μέχρι σήμερα την παρουσία ζώων, που όμως έπαυσαν να πωλούνται… Μετά την μετατόπιση της βαπορόσκαλας στη νέα θέση της, η πλατεία αυτή απέκτησε αίγλη με μεγάλη κίνηση, καθώς οι διερχόμενοι απ’ αυτήν αυξήθηκαν, και στο δρόμο προς τη σκάλα εγκαταστάθηκαν πολυάριθμα ζαχαροπλαστεία και καταστήματα ενδυμάτων.
Στην πλατεία αυτήν με την αρμένικη εκκλησία ανά τακτά χρονικά διαστήματα ερχόντουσαν οι κατσιβέλες και πωλούσαν διάφορα προϊόντα, άλλοτε μασιές και σχάρες, άλλοτε λεβάντα, ρίγανη και χαμομήλι (papatya), τις δε παραμονές της Πρωτοχρονιάς πωλούσαν τα «κόκκινα» και τις άλλες μέρες μενεξέδες, ζουμπούλια, κρίνους και γαρίφαλα…
Έχω ακούσει ιστορίες για το ότι οι Πασακοϊλήδες Ρωμιοί ήταν ορεσίβιοι και χωριάτες, αφού το Paşa Κöy ήταν πίσω από το βουνό του Αγίου Αυξεντίου (Kayışdağ) και τον Αετό (Αydos) προς το όρος Δάματρις (Alemdağ), κύρια δε απασχόλησή τους ήταν τα αγροτικά και η κατασκευή ξυλοκάρβουνων, που τα πουλούσαν στα Τούζλα, το Παντείχι, την Χαρταλιμή και το Σκούταρι, διότι οι τότε δρόμοι ένωναν το χωριό τους ανατολικά και δυτικά με τα μέρη αυτά.
Οι Πασακοϊλήδες παραμονές Πρωτοχρονιάς μάζευαν με κόπο και μόχθο από τα άβατα ορμάνια (δάση) της περιοχής τους τα «κόκκινα» και ερχόντουσαν στην κεντρική αγορά της Χαλκηδόνας με τα σαλβάρια και τα ποτούρια τους, πήγαιναν και στο Σκούταρι, στο Παντείχι και στην Χαρταλιμή για να πουλήσουν τα «κόκκινα» τόσο στους δικούς μας όσο και στους Λεβαντίνους, Αρμεναίους, καθολικούς, που όλοι εόρταζαν την Πρωτοχρονιά και ήθελαν να στολίσουν με τα «κόκκινα» τα σπίτια και τα καταστήματά τους τηρούντες τις κοινές παραδόσεις.
Νά που όμως ήλθε η Ανταλλαγή (1924) και οι Πασακοϊλήδες Ρωμιοί έφυγαν ως πρόσφυγες, παρέμειναν όμως στο χωριό τους οικογένειες κατσίβελων που ζούσαν σε παράγκες και ήξεραν ότι παραμονές Πρωτοχρονιάς οι Ρωμιοί και Χριστιανοί της Χαλκηδόνας απαιτούσαν να στολίσουν με «κόκκινα» τα σπίτια τους… Έκτοτε ανέλαβαν το δύσκολο και κοπιαστικό αυτό έργο οι κατσιβέλες, οι οποίες δεν γνώριζαν πώς αποκαλούνται τα φυτά αυτά στα τούρκικα, παρά μόνον άκουγαν από τους Ρωμιούς να τα αποκαλούν «κόκκινα», από τότε δε μέχρι και σήμερα έτσι τα αποκαλούν οι λεγάμενοι…
Ηχούν ακόμα στα αυτιά μου οι κατσιβέλες να φωνάζουν «κόκκινα» και «γκελ μαντάμ»…
Θέλω να πιστεύω ότι και φέτος και για πολλά ακόμα χρόνια στα αυτιά των εκατομμυρίων κατοίκων της Χαλκηδόνας μας, εκ των οποίων ολίγοι μόνον και αμέτρητοι είναι οι δικοί μας, θα ηχούν οι φωνές από τις κατσιβέλες «κόκκινα… κόκκινα…», και ας μην γνωρίζουν από ποιους, πώς και πότε τους παραδόθηκε η σκυτάλη αυτής της παράδοσης. […]
- Πηγή: facebook / Christos Plengas.