Η ελληνική παρουσία στη Νότια Αφρική δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν έμποροι και εργάτες στα ορυχεία, όπου πολλοί έχασαν τη ζωή τους από φυματίωση. Ήρθαν αντιμέτωποι με το ρατσισμό και με οργανωμένες επιθέσεις, όμως δεν το έβαλαν κάτω.
Προσαρμόστηκαν, πάλεψαν, κατάφεραν να ανέλθουν οικονομικά και κοινωνικά και ασχολήθηκαν με μεγάλη επιτυχία με κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας.
Από νωρίς συμμετείχαν στα δρώμενα της χώρας. Ο Γιώργος Μπίζος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο, ήταν δικηγόρος του Νοτιοαφρικανού ηγέτη Νέλσον Μαντέλα και αγωνίστηκε στο πλάι του πάνω από 20 χρόνια. Λιγότερο γνωστή είναι η περίπτωση του Δημήτρη Τσαφέντα, γιου ενό
ς Έλληνα και μιας Μοζαμβικανής, που κατάφερε θανατηφόρο χτύπημα στον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, Χέντρικ Φερβούρντ.
Τη συναρπαστική ιστορία των Ελλήνων στη χώρα καταγράφει ο ιστορικός-ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος στο βιβλίο του The Greek Community in South Africa (Η ελληνική κοινότητα στη Νότια Αφρική), προϊόν εκτεταμένης έρευνας σε ιδιωτικά και δημόσια αρχεία στη Νότια Αφρική, την Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας, οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες ήταν ναυτικοί που έφτασαν στο λιμάνι του Κέιπ Τάουν γύρω στο 1860, ενώ 30 χρόνια αργότερα η μετανάστευση έγινε πιο μαζική, με τους περισσότερους να ξεκινούν από την Ιθάκη και την Κεφαλλονιά και σε μικρότερο βαθμό από κάποια νησιά του Αιγαίου όπως η Λήμνος, η Λέσβος και η Σάμος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η ελληνική κοινότητα αριθμούσε 200-300 άτομα. Όσοι ζούσαν στην περιοχή του Κέιπ Τάουν ήταν έμποροι, και όσοι έμεναν στα βόρεια της σημερινής Νότιας Αφρικής, στην τότε ανεξάρτητη δημοκρατία του Τρανσβαάλ, μεταλλωρύχοι.
Ο Έλληνας που πολέμησε στο πλευρό των Μπόερς
Το 1899 έγινε ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ των Μπόερς (Ευρωπαίοι ολλανδικής και γαλλικής καταγωγής) και των Άγγλων, και σε αυτόν συμμετείχαν Έλληνες και από τις δύο πλευρές. Υπήρχε δηλαδή ελληνική λεγεώνα που πολέμησε με τους Άγγλους και απαρτιζόταν από περίπου 30-40 άτομα, με επικεφαλής τον Χρυσοβελώνη. Η πλειοψηφία των Ελλήνων τάχθηκε με τους Μπόερς, οι οποίοι μάχονταν για να υπερασπιστούν την περιοχή τους από τους Άγγλους αποικιοκράτες.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία ενός Έλληνα από την περιοχή της Ηπείρου, του Ιωάννη Παπακώστα, ο οποίος μετανάστευσε στη Νότια Αφρική μετά από ένα μικρό πέρασμα από την τότε Τανγκανίκα, και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στο πλευρό των Μπόερς, με ηρωική δράση. Μάλιστα, σε μια μάχη συνελήφθη και εκτοπίστηκε από τους Βρετανούς σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη σημερινή Σρι Λάνκα, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου και την υπογραφή συνθήκης από τους Μπόερς.
Η οργάνωση σε κοινότητες
Ο αριθμός των Ελλήνων άρχισε να αυξάνεται σταδιακά μετά το 1920 και 1930. Η πρώτη οργανωμένη κοινότητα ήταν του Κέιπ Τάουν, η οποία προϋπήρχε ως Σύνδεσμος Αλληλοβοήθειας (1898) και ως κοινότητα δημιουργήθηκε το 1902. Ακολούθησαν οι κοινότητες στην Πρετόρια, το Γιοχάνεσμπουργκ (1908) και στο Ντέρμπαν (1918).
Σταδιακά και μέχρι τη δεκαετία του ’50 και του ’60 δημιουργήθηκαν ελληνικές κοινότητες σε πάνω από 20 πόλεις, με αρκετά μεγάλη παρουσία Ελλήνων, η οποία όσο περνούσαν οι δεκαετίες αυξανόταν.
Η μεγάλη μεταναστευτική ροή συντελέστηκε μετά το 1950, και κυρίως μετά το 1960. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ελλάδα, αρκετές χιλιάδες Έλληνες πήγαν προς τη Νότια Αφρική, που τότε ζητούσε Ευρωπαίους. Την εποχή εκείνη, Έλληνες από χώρες της Αφρικής που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους, όπως η Αίγυπτος, το Σουδάν και το Κογκό, μετανάστευσαν στη Νότια Αφρική. Γύρω στο 1970 η ελληνική κοινότητα αριθμούσε 120.000 άτομα. Η ελληνική κοινότητα άρχισε να φθίνει μετά το 1976, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια των Αφρικανών να επανακτήσουν τη χώρα τους, η οποία ήταν στα χέρια των λευκών.
Οι ταραχές στο Σοβέτο το 1976 δημιούργησαν φοβία και ανησυχία και στους Έλληνες που ζούσαν στη χώρα, οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να φεύγουν. Το μεγάλο κύμα φυγής ξεκίνησε το 1990, όταν η χώρα πέρασε από το καθεστώς του απαρτχάιντ και της κυριαρχίας των λευκών στις πρώτες ελεύθερες, δημοκρατικές εκλογές με τη συμμετοχή όλων των ανθρώπων. Η έξαρση της εγκληματικότητας και η οικονομική δυσπραγία οδήγησε πάρα πολλούς Έλληνες, σχεδόν το 50% του πληθυσμού, να αποχωρήσει από τη χώρα. Το 1990 ήταν 70.000 και σήμερα περίπου 35.000.
Από τα tea rooms στις αλυσίδες σουπερμάρκετ
Με εξαίρεση την επικίνδυνη εργασία στα ορυχεία χρυσού και διαμαντιών (όπου πολλοί έχασαν τη ζωή τους από φυματίωση), ο βασικός τομέας ενασχόλησης των Ελλήνων μέχρι και τη δεκαετία του 1930 ήταν τα tea rooms, δηλαδή τα μαγαζάκια που σέρβιραν καφέ, τσάι και φαγητό. Στην αρχή ήταν καντίνες που μετακινούνταν μέσα στις πόλεις και κυρίως στο Γιοχάνεσμπουργκ, που συγκέντρωνε το μεγαλύτερο πληθυσμό, αργότερα έγιναν σταθερά και με το πέρασμα των χρόνων μεγάλωσαν.
Οι Έλληνες ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο, μέχρι και τη δεκαετία του 1940 και 1950. Δραστηριοποιήθηκαν σε εχθρικό περιβάλλον, όπως επισημαίνεται, αλλά πέτυχαν.
Τα μικρά μαγαζάκια έγιναν τεράστια σουπερμάρκετ με υποκαταστήματα σε όλη τη χώρα, δημιουργήθηκαν βιομηχανίες εμφιάλωσης ποτών και νερού, καπνεργοστάσια (οι Έλληνες ήταν πρωτοπόροι στην παραγωγή και την τυποποίηση του καπνού στη Νότια Αφρική), εργοστάσια επεξεργασίας μεταλλευμάτων, ναυτιλιακές εταιρείες. Σήμερα υπάρχουν Έλληνες που συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο πλούσιων στη Νότια Αφρική με τεράστιες περιουσίες.
Ο Έλληνας που έδωσε φονικό χτύπημα στο απαρτχάιντ
Το εχθρικό περιβάλλον για τους Έλληνες συνεχίστηκε, μετά την επίθεση που δέχθηκε το 1966 ο πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής Χέντρικ Φερβούρντ από τον Δημήτρη Τσαφέντα, Έλληνα από τη Μοζαμβίκη, με πατέρα Κρητικό και μητέρα Μοζαμβικανή. Ο Τσαφέντας ζούσε στη Νότια Αφρική με τον πατέρα του και τη μητριά του και δούλευε στο Κοινοβούλιο. Είχε βιώσει από πολύ νωρίς το ρατσισμό, ήταν οργανωμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Νοτίου Αφρικής και είχε πάρει μέρος σε διαδηλώσεις. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι εργαζόταν στο Κοινοβούλιο και μαχαίρωσε τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, ο οποίος απεβίωσε λίγες μέρες μετά.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας συνελήφθη, δικάστηκε, αλλά προκειμένου να μην δοθεί πολιτική διάσταση στη δολοφονία κατηγορήθηκε ως ψυχασθενής και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρείο. «Ο Τσαφέντας ήταν μόνος του, δεν υποστηρίχθηκε από κανέναν, η ελληνική κοινότητα φοβήθηκε την εκδίκηση και το πιθανό μποϊκοτάζ, τις πιθανές καταστροφές όπως είχαν γίνει στο παρελθόν από τους ντόπιους, και κράτησε ουδέτερη στάση. Στην αρχή αρνήθηκε ότι ο Τσαφέντας ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αργότερα προσπάθησαν να μετριάσουν την κατάσταση και να πουν ότι ήταν ένα άτομο εκτός των κοινοτικών θεσμών, εκτός των κοινοτικών οργάνων», υπογράμμισε ο Αντώνης Χαλδαίος. Μετά τη δολοφονική επίθεση, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε για τους Έλληνες της Νότιας Αφρικής πολύ σύντομα.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας παρέμενε στη φυλακή για 30 χρόνια και πέθανε το 1999 ξεχασμένους από όλους.
Ο άνθρωπος ο οποίος έδωσε σημαντικό χτύπημα στο απαρτχάιντ δεν δικαιώθηκε ούτε όταν ο Νέλσον Μαντέλα και το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο κυβέρνησε στη Νότια Αφρική, τόνισε ο Αντ. Χαλδαίος και πρόσθεσε πως πρόκειται για μια τραγική φιγούρα, η οποία αρχίζει τελευταία και παίρνει στην ιστορία της Νότιας Αφρικής τη θέση που πραγματικά της αξίζει.
Σε ό,τι αφορά τη στάση των Ελλήνων κατά του απαρτχάιντ, ο συγγραφέας υπογράμμισε ότι επειδή βίωσαν οι ίδιοι το ρατσισμό, προσπάθησαν τα επόμενα χρόνια να ενσωματωθούν στην κοινωνία και αυτό σήμαινε για πολλούς αποστασιοποίηση από τα δρώμενα. Υπήρχαν Έλληνες οι οποίοι εναντιώθηκαν, αλλά σε γενικές γραμμές τήρησαν ουδέτερη στάση, όπως ανέφερε.
Το σχολείο ΣΑΧΕΤΙ
Σημαντικό επίτευγμα των Ελλήνων, ήταν η ίδρυση του ιδιωτικού σχολείου ΣΑΧΕΤΙ, το οποίο, σύμφωνα με τον Αντ. Χαλδαίο, είναι ουσιαστικά το μόνο στιβαρό δείγμα ελληνικής εκπαίδευσης στη Νότια Αφρική. Ιδρύθηκε το 1974, αρκετά χρόνια μετά την έλευση των μεταναστών, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, και έγινε πραγματικότητα χάρη στις δωρεές των Ελλήνων από όλη τη Νότια Αφρική, μεταξύ των οποίων ο Παπαθανασόπουλος και ο Σταθούλης. «Γενικά οι Έλληνες είχαν δυσκολία στο να φτιάξουν ένα σταθερό σύστημα παροχής ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και σήμερα ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων τουλάχιστον τρίτης και τέταρτης γενιάς δυσκολεύεται με τα ελληνικά», υπογράμμισε ο συγγραφέας.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Γεωργία Χατζηγεωργίου.