Παρά τις δυσκολίες στις οποίες είχε περιέλθει ο ποντιακός ελληνισμός μετά την άλωση της πρωτεύουσάς του της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς, δεν παραμέλησε την παιδεία του. Πυλώνας της στον Πόντο ήταν το Φροντιστήριον Τραπεζούντος που ιδρύθηκε το 1682.
Τους δύο πρώτους αιώνες της Οθωμανοκρατίας τα γράμματα καλλιεργούνταν ελάχιστα, όταν για διάφορους λόγους περιστέλλονταν οι διωγμοί. Πλήθος χειρόγραφα αντιγράφηκαν στα μοναστήρια και αυτό βοήθησε στην ανάπτυξη ενός ελάχιστου, έστω, ψήγματος παιδείας στα κοντινά χωριά.
Ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Steven Ranciman συσχετίζει την παιδεία στον Πόντο με την ύπαρξη των μονών, στις οποίες η αγάπη για τα γράμματα δεν έσβησε, καθώς οι μοναχοί ενδιαφέρονταν για τις βιβλιοθήκες και τον εμπλουτισμό τους.
Αργότερα, όταν άρχισαν να αναπτύσσονται οι πόλεις και να διαμορφώνεται μια τάξη ευπόρων, η φορά αντιστράφηκε. Οι μορφωμένοι Πόντιοι χριστιανοί βοηθούσαν και τα μοναστήρια.
Σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη της παιδείας στον Πόντο και διέξοδος για τους λογίους, που μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας ήθελαν να φύγουν αλλά όχι προς τη Δύση, έπαιξαν οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στις οποίες επιβίωσε η βυζαντινή παράδοση και διαχέονταν οι ιδέες του Διαφωτισμού. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν έντονη η παράδοση της Πατριαρχικής Σχολής.
Παρά τη σχέση αυτή με τις Ηγεμονίες, ελάχιστη ήταν η απήχηση που είχαν στον Πόντο οι ιδέες του Διαφωτισμού. Στον Πόντο η βυζαντινή παράδοση δεν αμφισβητήθηκε, και οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί: από την προσωπικότητα και τον προσανατολισμό του ιδρυτή του περίφημου Φροντιστηρίου Τραπεζούντας ως τη σχετική γεωγραφική απομόνωση του Πόντου από τη Δύση και τη σύνδεση των συμφερόντων της αναδυόμενης ποντιακής αστικής τάξης με τη Ρωσία.
Το ονομαστό Φροντιστήριον Τραπεζούντος οφείλει την ίδρυση και τη φήμη του σε έναν Πόντιο δάσκαλο της εποχής, τον Σεβαστό Κυμινήτη.
Ο Σεβαστός Κυμινήτης ο Τραπεζούντιος καταγόταν από ένα μικρό χωριό της κοντινής περιοχής Χότζη, τα Κύμινα. Σπούδασε αρχικά στην Τραπεζούντα και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξελίχτηκε σε ονομαστό δάσκαλο και σχολάρχη της Μεγάλης του Γένους Σχολής το 1671. Διαδέχτηκε, μάλιστα, στη Σχολαρχία τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Παραιτήθηκε εξαιτίας μιας στάσης των μαθητών του εναντίον του.
Στον Σεβαστό Κυμινήτη προτάθηκε να πάει να διδάξει στην ελληνική σχολή της Μόσχας αλλά αυτός προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Τραπεζούντα, και να βοηθήσει τους συμπατριώτες του. Έμεινε και δίδαξε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας επί έξι χρόνια. Αργότερα διορίστηκε δάσκαλος στο «Αυθεντικόν Ελληνικόν Φροντιστήριον του Βουκουρεστίου» – και εκεί η συμβολή του στη διάδοση της ελληνικής παιδείας ήταν μεγάλη.
Στην ακμή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, το Φάρο του Πόντου, συνετέλεσαν και οι κατοπινοί διευθυντές του Κ. Ξανθόπουλος, Ι. Βεργάδης, Ι. Παρχαρίδης, Μ. Παρανίκας, Ν. Λιθοξόος, Σ. Τριανταφυλλίδης, Π. Τριανταφυλλίδης, Ηρ. Τριανταφυλλίδης, κ.ά. Από τις τάξεις του αποφοίτησαν πλήθος λόγιοι οι οποίοι με τη σοφία και τα συγγράμματά τους βοήθησαν στην αναγέννηση του ποντιακού ελληνισμού.
Το Φροντιστήριο Τραπεζούντας περιέπεσε σε αφάνεια τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα αλλά επαναλειτούργησε το 1817 από τον Σάββα Τριανταφυλλίδη.
Στεγάστηκε το 1902 σε ένα επιβλητικό τετραώροφο κτίριο στην παραλία της Τραπεζούντας (έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Κακουλίδη) το οποίο φέρει στοιχεία νεοκλασικισμού, με ιωνικούς κίονες και αετώματα. Τα έξοδα της ανέγερσής του καλύφθηκαν εξ ολοκλήρου από Έλληνες της Τραπεζούντας και της διασποράς.
Χρήματα για την ίδρυση σχολείων προσέφεραν και οι τρεις μεγάλοι τραπεζικοί οίκοι της Τραπεζούντας: του Γ. Καπαγιαννίδη, των αδελφών Φωστηρόπουλου και Αδάμ Θεοφυλάκτου, και του Α. Λεοντίδου.
Έλληνες μαθητές συνέρρεαν για να σπουδάσουν από όλα τα μέρη του Πόντου, της Τουρκίας και της Ρωσίας, ενώ οι απόφοιτοί του στελέχωναν όλα τα δημοτικά σχολεία από την Τουρκία μέχρι τον Καύκασο και τη Ρουμανία. Απόφοιτοι του Φροντιστηρίου που είχαν σπουδάσει ειδικά για να γίνουν παπάδες, επάνδρωναν τις εκκλησίες των πόλεων και των χωριών.
Μετά το 1908 και την εμφάνιση των Νεοτούρκων, το Φροντιστήριο, όπως και όλα τα ιδρύματα στον Πόντο, αντιμετώπισαν προβλήματα στη λειτουργία τους και εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά τους διωγμούς και την ανταλλαγή των πληθυσμών.