Μετά την πτώση του Μιθριδάτη ο Πόντος πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων, αλλά οι ελληνικοί πληθυσμοί συνέχισαν να διατηρούν το φρόνημα και τον πολιτισμό τους και να προοδεύουν. Οι ρωμαϊκές επιδράσεις αφομοιώθηκαν εύκολα. Άλλωστε οι Ρωμαίοι μόνο επιφανειακή εξουσία ασκούσαν.
Η Τραπεζούντα συνέχισε την πρόοδό της και ευνοήθηκε –όπως και στο παρελθόν– λόγω της θέσης της.
Οι οδοί από τις κυριότερες πόλεις της ευρύτερης περιοχής κατέληγαν στο λιμάνι της, και οι έμποροι μετέφεραν από εκεί τα προϊόντα τους στην Ευρώπη και αλλού.
Με τις πρώτες όμως επιδρομές των Γότθων και των Βορανών εναντίον της (257 μ.Χ.) η πόλη λεηλατείται, ερημώνει, και σιγά-σιγά παρακμάζει.
Αρχίζει να ακμάζει και πάλι τον 5ο αιώνα, όταν γίνεται σταθμός της πρώτης ρωμαϊκής λεγεώνας, και στα κατοπινά βυζαντινά χρόνια, όταν αποτελεί κέντρο στρατιωτικού εφοδιασμού των Βυζαντινών στους πολέμους τους εναντίον των Περσών και των Αράβων.
Το κράτος του Μιθριδάτη μετά το θάνατό του διαμελίστηκε:
– Το τμήμα δυτικά από τον Άλυ ποταμό, μέχρι την Καππαδοκία και ένα μέρος της Βιθυνίας, προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος.
– Την περιοχή δυτικά από τον Ίρι ποταμό (χωρίς την Αμισό) την πήρε ο τετράρχης της Γαλατίας (Μ. Ασίας) Δηιόταρος, ο οποίος την ένωσε με τη Γαλατία και την ονόμασε Πόντο Γαλατικό.
– Στον πατροκτόνο γιο του Μιθριδάτη, τον Φαρνάκη, ο Πομπήιος χάρισε την Ταυρική (Κριμαία) η οποία πήρε το όνομα Κιμμέριος Βόσπορος.
– Ο Ανατολικός Πόντος δόθηκε το 36 π.Χ. στον Πολέμωνα, εγγονό του Μιθριδάτη, και ονομάστηκε Πόντος Πολεμωνιακός. Το ανατολικότερο μέρος η χήρα του Πολέμωνα το έδωσε στον δεύτερο σύζυγό της, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Καππαδοκίας, και ονομάστηκε Πόντος Καππαδοκικός.
Ενδιαφέρουσες εξελίξεις στον Πόντο έχουμε, πλέον, μετά την κυριαρχία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου, το 324 μ.Χ., τον καθιστά μοναδικό κυρίαρχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Την ίδια χρονιά ο Κωνσταντίνος αποφασίζει να μετατρέψει το Βυζάντιο σε πόλη που θα έφερε το όνομά του και θα ήταν αφιερωμένη στη χριστιανική πίστη, χάρη στην οποία είχε κερδίσει τη νίκη.
Οι περισσότεροι ιστορικοί αποδέχονται ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ξεκίνησε την ύπαρξή της όταν ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη (η Νέα Ρώμη), το 324 μ.Χ., και έπαψε να υπάρχει όταν κατέλαβαν την πόλη οι Οθωμανοί Τούρκοι το 1453.
Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που υπήρξε δεν ήταν μια «βυζαντινή αυτοκρατορία» αλλά ένα ρωμαϊκό κράτος με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Οι κάτοικοί του ονόμαζαν τους εαυτούς τους «Ρωμαίους», ή απλώς «χριστιανούς», και την πατρίδα τους «Ρωμανία». «Βυζάντιος», μπορούσε να χαρακτηριστεί κάποιος αν είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Οι δυτικοευρωπαίοι τους «Βυζαντινούς» τους ονόμαζαν «Graeci», οι Σλάβοι «Greki», οι Άραβες και οι Τούρκοι «Ρούμ», δηλαδή Ρωμαίους.
Αν και τα λατινικά ήταν στην αρχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας ακόμη αναγκαία στους νομικούς και σε ορισμένες διοικητικές υπηρεσίες, η ζυγαριά έγερνε αναπόφευκτα προς όφελος της ελληνικής γλώσσας. Στο τέλος του 6ου αιώνα, όπως γράφει ο Cyril Mango, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα κάποιος που να μεταφράζει ικανοποιητικά από τα λατινικά στα ελληνικά.
Στον Εύξεινο Πόντο, το όριο διάδοσης της ελληνικής γλώσσας αντιστοιχούσε με τα σημερινά σύνορα ανάμεσα στην Τουρκία και τη Γεωργία.
Ο Πόντος, από την αρχή της δημιουργίας του, αποκτά μεγάλη σημασία για το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος και για ολόκληρο τον ελληνισμό. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου το δυτικό μέρος του Πόντου ονομάζεται Ελενόποντος για χάρη της μητέρας του Αυτοκράτορα, Ελένης.
Οι Πατέρες της εκκλησίας ανέπτυξαν μεγάλη δράση στον ποντιακό χώρο, όπου κυριαρχούσαν οι πόλεις με τους ελληνικούς και εξελληνισμένους πληθυσμούς. Ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησαν και μόνασαν στον Πόντο. Ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού στο Άγιον Όρος, ο Όσιος Αθανάσιος, ήταν Πόντιος από την Τραπεζούντα, όπως και η άλλη μεγάλη μορφή του χριστιανισμού, ο Νίκων ο Μετανοείτε, ήταν επίσης Πόντιος.
Ο διαχρονικός ελληνικός πολιτισμός μπολιάστηκε με ένα νέο στοιχείο, τον Χριστιανισμό, και η σύνθεση αυτή διατηρήθηκε στην περιοχή μέχρι τον βίαιο ξεριζωμό του 1922-24.