Τους τελευταίους τέσσερις αιώνες π.Χ. στον Πόντο ιδρύθηκε ένα μικρό ανεξάρτητο βασίλειο με ισχυρές ελληνικές επιρροές.
Ιδρυτές του ήταν οι Πέρσες σατράπες Αριοβαρζάνης (363-337 π.Χ.) και Μιθριδάτης Α΄ (337-302 π.Χ.). Εκείνος όμως που έμελλε να μείνει στην ιστορία του Πόντου ήταν ο Μιθριδάτης ΣΤ΄.
Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Α΄ στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Μιθριδάτης Β΄ (302-266) και ακολούθησε ο Αριοβαρζάνης Β΄ (266-255). Τον τελευταίο διαδέχθηκε ο γιος του, Μιθριδάτης Γ΄ (255-222), που πήρε ως σύζυγό του την (Ελληνίδα) κόρη του βασιλιά της Συρίας Σέλευκου.
Ο διάδοχός του, ο Μιθριδάτης Δ΄ (222-184), επεξέτεινε το κράτος που παρέλαβε από τον πατέρα του. Ακολούθησε ο Μιθριδάτης Ε΄ ο Ευεργέτης (157-120), και το 120 π.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο τελευταίος και διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Μέγας, επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63), που για πολλά χρόνια αναστάτωσε τη Ρώμη. Αυτή ήταν η διαδοχή των βασιλιάδων του ποντιακού κράτους.
Ο τελευταίος των Μιθριδατών, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, είχε αποκτήσει ελληνική παιδεία, περιστοιχιζόταν από Έλληνες διανοουμένους, είχε μητέρα τη Λαοδίκη, που τον επιτρόπευε ως τα 12, και παντρεύτηκε Ελληνίδα.
Προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος του και να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, και ως ένα σημείο τα κατάφερε.
Χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού ήταν να συνθέτει πολιτισμικά στοιχεία τα οποία παρελάμβανε συνήθως από την Ανατολή, προσδίδοντάς τους λογική διάσταση.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ κατέστησε νέα πρωτεύουσα του κράτους του τη Σινώπη. Παραδοσιακή πρωτεύουσα του κράτους των Μιθριδατών ήταν η Αμάσεια, πατρίδα του μεγάλου γεωγράφου της αρχαιότητας Στράβωνα και πόλη όπου, το 1921, λειτούργησε το «Δικαστήριο Ανεξαρτησίας» του Μουσταφά Κεμάλ, που οδήγησε στην κρεμάλα πολλούς αγωνιστές και προύχοντες του Πόντου.
Στην πόλη αυτή, στις όχθες του ποταμού Ίρη, βρίσκονται και οι λαξευτοί τάφοι των Μιθριδατών.
Για 27 ολόκληρα χρόνια με τους τρεις Μιθριδατικούς πολέμους του κράτησε σε αναταραχή την κοσμοκράτειρα, τότε, Ρώμη.
Στον τελευταίο από αυτούς ο Πομπήιος, με μεγάλες δυνάμεις στρατού, νίκησε σε απανωτές μάχες τον Μιθριδάτη, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον γιο του βασιλιά του Πόντου, τον Φαρνάκη Β΄, ο οποίος στασίασε εναντίον του πατέρα του (63 π.Χ.).
Ο Μιθριδάτης καταδιωκόμενος, σε ηλικία 69 ετών, το 63 π.Χ. έχασε τελικά τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου με τραγικό τρόπο.
Για να αποφύγει τον εξευτελισμό στη Ρώμη, διέταξε τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια του γιου του ο οποίος θα τον παρέδιδε στον Πομπήιο.
Δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο διότι, όπως είναι γνωστό, από την παιδική ηλικία του (και κατόπιν οδηγιών του φαρμακοποιού-γιατρού που ήταν πάντοτε κοντά του) λάμβανε καθημερινά μικρές δόσεις δηλητηρίου ώστε να συνηθίσει τον οργανισμό του και να αποφύγει τη δηλητηρίαση από οποιονδήποτε εχθρό του.
Η τακτική αυτή, ο σταδιακός δηλαδή εθισμός σε ολοένα και αυξανόμενες δόσεις δηλητηρίου, ονομάστηκε «μιθριδατισμός».
Αυτό ήταν το τέλος του Πόντιου Ελληνοπέρση και φιλέλληνα βασιλιά. Με το θάνατό του κατέρρευσε και το κράτος του, το οποίο διαμελίστηκε.