Οι δύο αιώνες μετά το 750 π.Χ. είναι από τους πιο ενδιαφέροντες στην παγκόσμια ιστορία. Οι Έλληνες ξεκίνησαν τη δεύτερη φάση της αποικιακής τους επέκτασης και γέμισαν τις ακτές της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου με τις νέες τους αποικίες.
Συνήθως οι άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν την πατρίδα τους με προθυμία, και αν μάλιστα η χώρα που πηγαίνουν τους είναι άγνωστη, τότε είναι φανερό πως το κίνητρο που τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δυνατό.
Κοινωνικές διαμάχες, εκτοπισμοί πολιτικών αντιπάλων, αύξηση του πληθυσμού, ανάγκη δημιουργίας καινούριων αγορών, εγκατάσταση εμπορικών διαμετακομιστικών σταθμών σε λιμάνια είναι μερικοί από τους λόγους αυτούς.
Οι Ίωνες έπλεαν με τα πλοία τους μέσα από τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα ακολουθώντας τις ακτές του Ευξείνου, όπου ψάρευαν τόνους, έκαναν εμπόριο με τους ιθαγενείς και εγκαθιστούσαν οικισμούς σε όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές. Λέγεται ότι η Μίλητος, που ήταν μεγάλο αποικιακό κράτος, ίδρυσε ογδόντα αποικίες σε αυτήν την περιοχή.
Η πρώτη ελληνική αποικία στον Εύξεινο Πόντο είναι η Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων, έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, κατόπιν τα Κοτύωρα (σημερινή Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, το Ρίζαιον και η Αθήνα αποικίες των Σινωπέων, δηλαδή ιωνικές, και στη συνέχεια, πιο πέρα, στις ανατολικές, βόρειες και δυτικές ακτές, μια αλυσίδα από ελληνικές πόλεις όπως η Φάσις, η Διοσκουριάς, το Παντικάπαιον, η Ολβία, η Θεοδόσια, η Οδησσός κ.ά. αποτέλεσαν σημαντικά αποικιακά κέντρα. Τέλος, το 562 π.Χ. οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα).
Οι πηγές ανάγουν την ίδρυση κάποιων αποικιών της Μιλήτου στα μέσα του 8ου αι. π.Χ., αλλά τα αρχαιολογικά ευρήματα από αυτές τις θέσεις παραπέμπουν σε ελληνικές εγκαταστάσεις που είχαν γίνει 100 έως 150 χρόνια νωρίτερα.
Έτσι, είναι κανείς υποχρεωμένος να υποθέσει ή ότι οι αρχαίες χρονολογίες έχουν στηριχτεί σε λανθασμένα δεδομένα ή ότι οι αρχαιολόγοι δεν έχουν βρει τους χώρους των πρώτων ελληνικών εγκαταστάσεων. Στην περίπτωση πάντως που υπήρξαν αυτές οι πρώιμες αποικίες, θα πρέπει να καταστράφηκαν από τις επιδρομές των Κιμμερίων κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ.
Αν και οι ελληνικές αποικίες έζωναν τον Εύξεινο Πόντο σε μια σχεδόν αδιάσπαστη αλυσίδα, ο ελληνικός πολιτισμός δεν κατόρθωσε να διεισδύσει βαθιά στο εσωτερικό της χώρας.
Η παράκτια ζώνη του Ευξείνου προμήθευε στην Ελλάδα ψάρια, ξυλεία, βαφές, σιτάρι, μέταλλα, αγελάδες και βόδια. Χρησίμευε δε και για τον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική φυλή απέκτησε δεσπόζουσα παρουσία ανάμεσα στις άλλες φυλές του κάθε τόπου.
Στα κατοπινά χρόνια οι άποικοι συνέχισαν να επικοινωνούν με τη μητροπολιτική Ελλάδα και ιδιαίτερα με το ιωνικό στοιχείο της Μιλήτου, από όπου κατάγονταν.
Η νοσταλγία, όπως συμβαίνει σε όλους τους ξενιτεμένους, τους έφερνε νοερά πιο κοντά στην παλιά τους πατρίδα και καθώς διαχώριζαν τον εαυτό τους από τους ντόπιους, δημιουργούσαν έντονη συνείδηση της ελληνικότητάς τους.
Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Πόντιοι.