Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, το καλοκαίρι του 1922, οι Μεγάλες Δυνάμεις, που ευθύνονταν για την σε βάρος της Ελλάδος εξέλιξη των γεγονότων, επιδίωξαν τη διεξαγωγή μιας διάσκεψης και τη σύναψη συνθήκης για τη διπλωματική διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαμάχης.
Έτσι, στις 20 Νοεμβρίου 1922 άρχισε το Συνέδριο της Λοζάνης που κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1923, με μεγάλες επιτυχίες για την κεμαλική Τουρκία, η οποία αναγνωρίστηκε αυτοδιάθετο και ανεξάρτητο κράτος.
Τη Συνθήκη αυτή ο Λόιντ Τζορτζ χαρακτήρισε ως «νίκη των βαρβάρων κατά της Δύσης», αλλά, ανεξαρτήτως των χαρακτηρισμών, το κακό είχε γίνει.
Η μοίρα του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία σφραγίστηκε δραματικά με μια συμφωνία που έγινε στις 30 Ιανουαρίου 1923 και προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η Συνθήκη της Λοζάνης επισφράγισε τη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και κατέστησε τον μικρασιατικό χώρο εθνική επικράτεια των Τούρκων. Νομιμοποιούσε την ανταλλαγή πληθυσμών ως μέσο επίλυσης των διαφορών και οδήγησε σε αναγκαστική έξωση 1.150.000 πρόσφυγες που ξεριζωμένοι έφτασαν στην Ελλάδα.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με μοναδικό κριτήριο το θρήσκευμα. Έτσι, οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι των περιοχών Όφεως, Σουρμένων, Ματσούκας και Τόνιας αλλά και οι Έλληνες που εξακολουθούσαν να ζουν ως κρυπτοχριστιανοί εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή. Μερικοί από τους κρυπτοχριστιανούς που το επιθυμούσαν κατάφεραν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη λίγο αργότερα, με την ανοχή των τουρκικών αρχών, αφού η χώρα θα απαλλασσόταν από ανθρώπους που θα μπορούσαν, στο μέλλον, να αποδειχθούν ενοχλητικοί.
Το ελληνικό στοιχείο ξεριζώθηκε από τις πατρογονικές του εστίες και μεταφέρθηκε κάτω από άθλιες συνθήκες στη φτωχή Ελλάδα, όπου συνάντησε τρομερές δυσκολίες για την προσαρμογή και αποκατάστασή του.
Οι ελληνικές περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν στη Μικρά Ασία ήταν δεκαπλάσιες από τις αντίστοιχες μουσουλμανικές.
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η τελική συμφωνία που ρύθμιζε επίσης το καθεστώς των Στενών, παραχωρούσε στην Ελλάδα τα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία, και όριζε ειδικό καθεστώς για την Ίμβρο και την Τένεδο.
Η πλούσια λεία από τις περιουσίες των χριστιανικών λαών που εξοντώθηκαν συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας εθνικής τουρκικής αστικής τάξης, ενώ η βίαιη προσπάθεια του κεμαλισμού να μετατρέψει τους μουσουλμάνους με τις ποικίλες εθνοτικές προελεύσεις σε Τούρκους πολίτες που να πιστεύουν πως ο γενέθλιος χώρος τους βρίσκεται κάπου στην Κεντρική Ασία, αποτέλεσε και αποτελεί ένα ζήτημα για την Τουρκία που συνεχίζει να την διχάζει, όπως την διχάζει επίσης και η διάσταση μεταξύ οθωμανικής και κεμαλικής-κοσμικής αντίληψης.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, μια τρισχιλιόχρονη ελληνική παρουσία στην περιοχή που την διαμόρφωσε ιστορικά και πολιτισμικά διακόπηκε βίαια με την καταλυτική συμβολή των ευρωπαϊκών δυνάμεων.