Από τη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου 1919, θεωρείται ότι ξεκίνησε η δεύτερη και πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κορυφώθηκε τρία χρόνια μετά με την ήττα του ελληνικού στρατού, τις σφαγές της Ιωνίας και την καταστροφή της Σμύρνης.
Η αποβίβαση του εθνικιστή αξιωματικού Μουσταφά Κεμάλ στο λιμάνι του Εύξεινου Πόντου και η ανταρσία κατά της οθωμανικής Αρχής έμελλε να σφραγίσει τη μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών.
Οι παλιές τρομοκρατικές ομάδες του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» –που ήδη βαρύνονταν με θανάτους, δολοφονίες και καταστροφές– ανασυγκροτήθηκαν, όμως ο πιο «απλός» και ταυτόχρονα αποτελεσματικός τρόπος εξόντωσης δεν ήταν άλλος από τις πορείες θανάτου, αυτές που χρόνια αργότερα ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης χαρακτήρισε «Άουσβιτς εν ροή».
Όπως στο διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί, έτσι και σε αυτή την περίπτωση χιλιάδες άμαχοι πέθαναν από το κρύο, τις αρρώστιες και την πείνα, οικογένειες διαλύθηκαν, συγγενείς χωρίστηκαν, νεκροί έμειναν άταφοι.
Κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι (αφού οι άνδρες ήταν είτε στα τάγματα εργασίας είτε ένοπλοι στα βουνά) διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους με τη βία, παίρνοντας μαζί τους ελάχιστα πράγματα. Πολλοί Πόντιοι πίστευαν ότι θα ξαναγυρίσουν – στην πραγματικότητα, όμως, οι λευκές πορείες δεν είχαν προορισμό, αφού στόχος ήταν μόνο η εξόντωση.
Χιλιόμετρα το ένα μετά το άλλο, χωρίς στάσεις, σε άγονα μέρη, μακριά από κατοικημένες περιοχές, χωρίς νερό και φαγητό, το χειμώνα. Όποιος έπεφτε δεν ξανασηκωνόταν, και το καραβάνι των απελπισμένων συνέχιζε την πορεία του. Άλλοι πέθαιναν από το κρύο και την πείνα, άλλοι από το ξύλο και τις κακουχίες. Οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά ήταν τα πρώτα θύματα.
Ένας λευκός θάνατος, που αν και επιμελώς προσπάθησε να κρυφτεί, εντούτοις υπάρχει καταγεγραμμένος σε αναφορές.
Η Έθελ Τόμσον (Ethel Thompson) το 1921 και το 1922 εργαζόταν για λογαριασμό της Near East Relief, σε ορφανοτροφεία της οργάνωσης κοντά στην πόλη Χαρπούτ, το σημερινό Έλαζιγ. Στην αναφορά που συνέταξε τόνιζε ότι έχει ένα αίσθημα φρίκης και απογοήτευσης όταν αναλογίζεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις συνθήκες και κυβερνήσεις που το ανέχονται.
«Όταν μας το επέτρεπαν βοηθούσαμε με ρούχα και τρόφιμα τις συνοδείες των βρικολάκων, των ισχνών και λιμοκτονούντων Ελλήνων, γυναικών και παιδιών, που διέσχιζαν την Ανατολία. Τα μάτια είχαν βγει από τις κόγχες, τα οστά απλά καλύπτονταν από δέρμα. [Οι γυναίκες] έφεραν πάντα στη ράχη τα σκελετωμένα βρέφη τους και οδηγούνταν χωρίς τροφή και ρούχα από τους χωροφύλακες, μέχρι να πέσουν νεκρές», περιέγραφε.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης υποστήριξε με έμφαση ότι όλα όσα μεταφέρει είναι η απόλυτη αλήθεια και ότι είδε και ομαδικούς τάφους έξω από τη Χαρπούτ. Πριν από εκεί βρισκόταν στη Σαμψούντα (Αμισό) για δύο περίπου μήνες, Ιούλιο-Αύγουστο 1921, περιμένοντας την τοποθέτησή της· από εκεί είδε τα σπίτια στα ελληνικά χωριά να καίγονται και γυναίκες να φτάνουν στην πόρτα του αρμενικού ορφανοτροφείου, όπου διέμεναν οι εργαζόμενοι στη Near East Relief, εκλιπαρώντας να αφήσουν τα παιδιά τους, αφού είχε ήδη διαταχθεί ο εκτοπισμός τους.
Στο δρόμο από τη Σαμψούντα προς τη Χαρπούτ η Έθελ Τόμσον είδε πορείες κάτω από τον καυτό ήλιο, πτώματα στις άκρες των δρόμων, γυναίκες να παίρνουν παιδιά από την αγκαλιά των νεκρών μητέρων τους και να συνεχίζουν.
Μέσα στην πόλη αντίκρισε, όπως περιγράφει στην έκθεσή της, ανθρώπινα ερείπια: μια ομάδα Ελλήνων του Πόντου που προσπαθούσε να φτιάξει σούπα από χορτάρι και ένα αυτί προβάτου για να ξεγελάσει την πείνα της. «Οι Τούρκοι δεν τους είχαν δώσει φαγητό για 500 μίλια, από τη Σαμψούντα. Όσοι είχαν χρήματα, τα χρησιμοποίησαν για να δωροδοκήσουν τους χωροφύλακες. Όσοι δεν είχαν, απλά πέθαναν κατά τη διαδρομή», ανέφερε.
«Ήταν μια πορεία πτωμάτων, μια πορεία θανάτου στην Ανατολία. Πέρυσι η Ανατολία ήταν ένα τεράστιο νεκροταφείο».
Μετά από ένα καλοκαίρι φρίκης, ήρθε ο χειμώνας. Η Τόμσον σημείωνε ότι χιλιάδες είχαν προσβληθεί από τύφο ή είχαν γάγγραινα στα πόδια. Στις 5 Φεβρουαρίου 1922, κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε ορφανοτροφείο έξω από την πόλη, ήταν παρούσα σε περιστατικό ξυλοδαρμού παιδιών από Τούρκους χωροφύλακες και μανάδων που προσπάθησαν να τα προστατεύσουν. Όπως λέει, πολύ συχνά ο διευθυντής της Near East Relief στην περιοχή έκανε αίτημα στις Αρχές να φιλοξενηθούν στα ορφανοτροφεία παιδιά Ελληνίδων που είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ωστόσο συναντούσε σθεναρή άρνηση.
Η Έθελ Τόμσον μετά το 1922 σταμάτησε να εργάζεται για τη Near East Relief. Υπολόγισε (και αυτό αναφέρεται στην έκθεσή της, που δεν είναι όμως επίσημη) ότι από τους 30.000 Έλληνες που έφυγαν από τη Σεβάστεια, οι 8.000 πέθαναν καθ’ οδόν προς τη Χαρπούτ και οι 15.000 στάλθηκαν στο Ντιγιάρμπακιρ κατά τη διάρκεια του χειμώνα – στην πλειοψηφία ήταν γυναικόπαιδα.
Τα πιο όμορφα κορίτσια κατέληξαν σε χαρέμια, ενώ από τη λευκή πορεία προς το Ντιγιάρμπακιρ δεν κατάφεραν να επιβιώσουν περί τα 3.000 άτομα. Άλλοι 9.000 Έλληνες στάλθηκαν προς το Μπιτλίς, χωρίς κανείς τότε από την οργάνωση να έχει την παραμικρή εικόνα για την τύχη τους, καθώς η πόλη ήταν κατεστραμμένη.
«Όταν ετοιμαζόμασταν για αναχώρηση, ο Τούρκος διοικητής μάς κάλεσε και μας ζήτησε να διαψεύσουμε τις εκθέσεις του κ. Γιόγουελ και του δρ Γουόρντ όταν θα φτάναμε στη Βηρυτό ή στην Κωνσταντινούπολη. Μας απείλησε ότι αν δεν του δίναμε αυτή την υπόσχεση, θα ανακαλούσε την άδεια. Τελικά, του είπαμε απλώς ότι θα πούμε την αλήθεια για όσα είδαμε. Και κράτησα την υπόσχεσή μου», καταλήγει η Έθελ Τόμσον.