Τα λιβίγκια ήταν χόρτα που φύτρωναν ανάμεσα στα αγκάθια. Είχαν μακρόστενα φύλλα σε σχήμα γλώσσας και η ρίζα τους έμοιαζε με αυτήν του πράσου. Τα μάζευαν τον Μάρτιο και, αφού ξεραίνονταν λίγο, τα έπλεκαν πλεξούδες και τα κρεμούσαν από τα ξύλα της στέγης για να ξεραθούν καλά.
Όταν ήθελαν να τα μαγειρέψουν, τα έκοβαν κομματάκια και τα έβραζαν, προσθέτοντας κρεμμύδι τσιγαρισμένο σε λάδι ή σε βούτυρο, κορκότον και δαμάσκηνα.
Μαγειρεμένο το φαγητό έμοιαζε με αραιό πιλάφι.
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.