Μια εξαιρετικά σημαντική περιγραφή των σπιτιών στον Πόντο μπορεί να βρει κανείς από τον Παντελή Μελανοφύδη στις σελίδες της Ποντιακής Εστίας (τχ 164-165, σσ. 179-180).
Προσπαθώντας να εξηγήσει τι ήταν το βασιλοστούλαρον, ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος και δήμαρχος Πτολεμαΐδας από την Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου έφτιαξε ακόμα και σχεδιάγραμμα του σπιτιού των Χατζηδημητρίου-Μεντεσίδου στην ενορία Λευτεράντων, το οποίο το χρονολογεί το 1750.
Όπως γράφει, η στέγη (ρδανίν ή δρανίν) που κατέληγε στο φεγγίτη (μεσορδάν) ήταν πυραμιδοειδής, ενώ υπήρχε και δώμα. Το βασιλοστούλαρον ήταν ένας στύλος γερός και χονδρός πάνω στον οποίο στηρίζονταν τα δοκάρια της στέγης (δόκια), τα οποία συνήθως είχαν πάχος 80 εκ. και ήταν κατάμαυρα από την καπνιά.
Το βασιλοστούλαρον, λοιπόν, ήταν το κυριότερο στήριγμα της στέγης, και σύμφωνα με τον Παντελή Μελανοφρύδη, «κατ’ αντιπαραβολή, η βάση, το θεμέλιο του σπιτιού».
Μάλιστα, παραθέτει και το θρήνο της κόρης για τη νεκρή μάνα: «Οσπίτια μ’ κάτ’ ’κι φλίνουστουν, στουλάρια μ’ κάτ’ ’κι κλαίτε; Κι εσύ βασιλοστούλαρον κάτ’ ’κι σταλάζεις αίμαν;». Δηλαδή, προκαλούσε τα άψυχα να συμμεριστούν το πένθος της και ειδικά το κεντρικό δοκάρι να στάξει αίμα, γιατί η μάνα είναι το θεμέλιο της οικογένειας.