να τετράπλευρο ύφασμα, μεταξωτό ή βαμβακερό, που φτάνει τουλάχιστον τα 85 εκ., είναι η φοτά στην ποντιακή γυναικεία ενδυμασία. Το περίζωμα για τη μέση (που στην ποντιακή διάλεκτο περιγράφεται με τη λέξη που προέρχεται από το αραβικό futa, που σημαίνει την ποδιά του υπηρέτη), έχει φαρδιές ραβδώσεις, χρωματιστές· ο πιο διαδεδομένος συνδυασμός ήταν το βυσσινί με το κίτρινο βυζαντινό, ωστόσο υπάρχουν πολλές παραλλαγές χρωμάτος.
Η φοτά, λοιπόν, αποτελούσε μέρος της επίσημης ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα.
Στις αστικές περιοχές φοτά φορούσαν οι γυναίκες άνω των 40, ωστόσο στα ορεινά την προτιμούσαν και οι νέες κοπέλες.
Μάλιστα, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, στους γάμους και στα πανηγύρια οι νεαροί που έτρεφαν συμπάθεια σε κάποια κοπέλα στέκονταν πίσω της και έλυναν την ποδιά, σε μια ένδειξη φλερτ. Όμως το λύσιμο της ποδιάς θεωρούνταν προσβλητικό, γι’ αυτό και οι κοπέλες φρόντιζαν να τις στερεώνουν καλά, με παραμάνες ή καρφίτσες.