Βράδυ παραμονής του νέου έτους. Ο ιερεύς του χωρίου, με συνοδόν τον κανδηλανάπτην της ενορίας, τελεί τον καθιερωμένον κατ’ οίκους αγιασμόν. Οι Μωμόγεροι περιέρχονται τας οικίας και δίδουν αναπαραστάσεις από τα έργα και τας ημέρας του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα – του Κιόρογλου των εξισλαμισθέντων, δια λόγους ποικίλους, Ελλήνων. Οι αρραβωνιασμένοι, νέοι και νέες, κάθουνται, με απαστράπτοντα από χαράν πρόσωπα, μεταξύ των γονέων, που κόπτουν την βασιλόπιταν. Παιδάκια 8-12 ετών, με φαναράκια ή λαμπάδας εις τα χέρια, περιέρχονται τας οικίας και ψάλλουν το «Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου…».
Παντού χαρά, διάχυσις, ευθυμία και ανάτασις ηθική βασιλεύει.
Τι θα πρέπη να κάνουν οι έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, που επέρασαν τα 13 των έτη και ζυγώνουν τα 18; Το έθιμον, που προ ολίγου ακόμα το εγκατέλειψαν, τους εμβάλλει εις πειρασμόν. Να εξέλθουν, εξ άλλου, εις τους δρόμους να τα ειπούνε, όπως τα παιδάκια, πάει πολύ, δεν συνάδει προς την ηλικίαν τους.
Υπάρχει και ελλοχεύει, έπειτα, ο κίνδυνος ν’ ακούσουν από το στόμα του οικοδεσπότου ή της οικοδέσποινας, τη ’κοδέσπενας, τα ολίγον τι σκωπτικά, λίγο προκλητικά, όμως πάντα καλόβολα και στερεότυπα λόγια: «Μέκερ, ναίπαι! κορίτσ’ θέλτ’ς να δίγωμε σε;» – εις την περίπτωσιν, βέβαια, των αγοριών.
Α, την ευρήκαν την μέθοδον: θα καταφύγουν εις το επινόημά των, εις το κρέμασμα του δισακιού. Μόλις νυκτώση σχηματίζουν ομάδας, ανά δύο ή τρεις, χωριστά τ’ αγόρια, χωριστά τα κορίτσια, δια να περιέλθουν τα γειτονικά, ιδίως, και τα συγγενικά σπίτια. Κατευθύνονται προς την καθορισμένην οικίαν. Κλειδώνουν, καρακών’νε, πρώτα καλά την εξώθυραν της οικίας. Και διά του φεγγίτου, ας σο κουκούλ’ του δώματος της οικίας, όπου αναβαίνουν, κρεμάζουν το δισάκι, με προσηρτημένον, εσωτερικώς ή μάλλον εξωτερικώς, κυπροκούδουνον, και κινούν το δισάκι κατ’ επανέληψιν, ως σήμα της αφανούς παρουσίας των προς τους αρχηγού της οικογενείας. Με το άκουσμα των υποβλητικών ήχων, γεμίζει η οικία από γέλια, χαράν και θυμηδίαν.
Οι νέοι της οικίας ορμούν εις την εξώθυραν, δια να «συλλάβουν», να αναγνωρίσουν τους κρεμάσαντες το δισάκι, να τους κατεβάσουν εις την οικίαν, να γελάσουν, να τους φιλοδωρήσουν.
Ευρίσκουν όμως την θύραν κλειστήν, καρακωμένον, έξωθεν! Παίρνουν τότε την λάμπαν, εισέρχονται εις το οσπίτ’, το κεντρικό διαχώρισμα της οικίας. Και ερωτούν επιμόνως, βασανιστικώς, ηγουμένης της οικοδεσποίνης, τους επί του δώματος: ποίοι είναι. Εκείνοι όμως παραμένουν άφωνοι. Τότε οι άλλοι, δια να παρατείνουν την αγωνίαν τους, δια να τους πειράξουν, γεμίζουν το δισάκι, εμπαικτικώς, με άχυρα, ξύλα, παλαιά άχρηστα υποδήματα, σβουνιές, κουσκούρα, ενίοτε και λίθους μικρούς. Οι επί του δώματος, ανασύρουν το δισάκι. Και μόλις διαπιστώσουν το περιεχόμενον, το αδειάζουν από τον φεγγίτην μέσα εις το οσπίτ’.
Τα παιχνιδίσματα αυτά, εν μέσω ιλαρότητος γενικής επαναλαμβάνονται δις και τρις, έως ότου οι επισκέπται απαυδούν πλέον κα θέτουν μέσα εις το δισάκι αντικείμενον αναγνωριζόμενον από τους σπιτικούς λόγω συγγενείας ή γειτονίας: μανδίλι, κλειδί (ανοιγάρ’), εικόνισμα κ.ά. Τότε η οικοδέσποινα γεμίζει το δισάκι με διάφορα τρωγάλια: παστίλας, ξηρά συκάμινα, καρύδια, απίδια, πουλουλάπα(απίδια του πιθαριού, παστά γλυκόξινα), σούρβα (ούβας), πορτοκάλια, και πότε-πότε, επί συγγενών, και χρήματα μαζί.
Και ενώ ανεσύρετο το δισάκι αντηχούν αι ευχαί της οικοδέσποινας: «Να ζήτε, και τη χρόνου, λελευίζω σας (να σας χαρώ) που τιμάτε τα παλαιά τα συνήθεια»…
Έτσι λοιπόν οι έφηβοι και των δύο φύλων, μνήμονες πρόσφατοι του αφρόντιδος παιδικού χρόνου, εξετέλουν κατ’ έτος, χάριν παιδιάς αλλά και δια να διεγείρουν και τονώσουν την κοινήν θυμηδίαν και χαράν, το έθιμο τούτο εις αλληλουχίαν των αιώνων, δικαιολογούντες τον σοφόν λόγιον που είπε: «Αι παραδόσεις δεν έχουν αξίαν, όταν δεν διαιωνίζονται».
Γ.Θ. Κανδηλάπτης (Κάνις)
- Πηγή: Ποντιακή Εστία, 1961