τσι έλεγαν στα μέρη μας τα Χριστούγεννα: «Τη Χριστού». Και ο κόσμος την περίμενε την μεγάλη αυτή εορτή, όπως και τη Λαμπρή. Τοποθετημένη και τούτη στο τέρμα μιας Σαρακοστής με την πιο αυστηρή αποχή από την κρεοφαγία και κάθε αρτύσιμο, ήταν πολύ φυσικό να κρατή τον κόσμο σε αγωνία: «Πότε θα έρται τη Χριστού».
Η αποτοξίνωση του οργανισμού είχε πια συντελεσθή και με το παραπάνω.
Όλοι ανεξαιρέτως ενήστεψαν, και μικροί και μεγάλοι. Καμμία παράβασις. Τους μικρούς ετρομοκρατούσε ο «κουκαράς» και τους μεγάλους, εάν αποτολμούσε κανείς να καταλύση τη νηστεία – περίπτωσις σπανιωτάτη– τους συγκρατούσε ο φόβος από την ρετσινιά: «ατός φαρμασώντς έν», ή «προτεστάνος έν».
Και ο εξαγνισμός της ψυχής δεν ήθελε τίποτε άλλο, για να ολοκληρωθή, παρά μόνον τον «πνευματικόν», κάποιον καλόγερον από την Παναγία Γουμερά, για το «Ξαγούρεμαν». Κι αν κανείς ετύχαινε να μην τα έχη καλά με τον γείτονά του, θα έπρεπε δίχως άλλο να πάη να συγχωρεθεί και να συγχωρέση, λέγοντάς του: «σχώρα με κι ας σχωρώ σε». Μόνον έτσι θα μπορούσαν κι οι δυο να πάνε να «κοινωνίζ’νε».
Δεν ήταν όμως μόνο αυτός ο λόγος που έκανε τον κόσμο να περιμένη με τόση λαχτάρα «πότε θα έρται τη Χριστού».
Οι «ξενιτάρ’» οι περισσότεροι συνήθιζαν να επιστρέφουν στα χωριά των το τελευταίο δεκαπενθήμερο τη «Χριστιαναρή» και μέχρι της «παραμονής». Είναι όλοι σχεδόν χτίστες και οικοδόμοι στην Κριμαία και ιδίως στη Γιάλτα, και την περίοδο αυτήν τη νεκρή για το επάγγελμά τους, διαλέγουν να επισκεφθούν τις οικογένειές των. Πόσο θα χαρούν όλοι, όταν θα ανταμωθούνε!
Άφησαν τις γυναίκες των με τα παιδιά στην κοιλιά και τώρα για πρώτη φορά τα παιδάκια θα νιώσουν το φιλί και το χάδι του πατέρα, κι ο πατέρας θα αντικρίση το βλαστό του και θα ακούση τη φωνούλα του με την άγια λέξι: «μπαμπά». Μέτοχοι της χαράς θα είναι και όλοι οι χωριανοί. Γιατί οι «νεοφερμέν’» θα δώσουν στο χωριό καινούργια ζωή με τα «φαγοπότα» και τους χορούς. Δεν αποκλείεται να έχουν φέρει και κανένα χαρτζιλίκι για τους δικούς των από τους ξενιτεμένους ή κανένα ρουχάκι στα παιδιά, στις γυναίκες, στους σπιτικούς των.
Την παραμονή των Χριστουγέννων διέκοπτον τα μαθήματα τα σχολεία, άλλα για ολόκληρο το «δωδεκαήμερο» και άλλα ως τον νέο χρόνο. Η χαρά των παιδιών είναι απερίγραπτη. Κι ας τους αγγάρεψε ο δάσκαλος να γεμίσουν ολόκληρες κόλλες αντιγράφοντας πολλές σελίδες του Αναγνωστικού, «αποβραδύς τη Χριστού» θα γυρίσουν τα σπίτια και θα τραγουδήσουν το «Καλήν εσπέραν άρχοντες» ή το «Άγγελος κατέβη εξ ουρανού» με την επωδό σε κάθε στίχο του το «Η περιστερά με χρυσά πτερά. Μήτηρ του Φωτός και παντός, Χαίρε Δέσποινα». Και το «Νεόχρονον» το βράδυ πάλιν θα τραγουδήσουν «τα Κάλαντα». Θα ιδούνε και τα «μωμοέρια».
Επί τέλους έφτασε η πολυπόθητη ημέρα. «Έρθεν τη Χριστού»! Τα μεσάνυχτα σημαίνουν οι κώδωνες των εκκλησιών και στη γειτονιά δεν ακούς τίποτε άλλο, παρά μόνο το βρόντο στις πόρτες και τις φωνές: «Ε, σ’κωθέστε, εντώκαν τα καμπάνας». Μερικές μητέρες αυτήν την ώρα ξαγρυπνούν ακόμη. Δεν πρόλαβαν να συγυρίσουν το σπίτι ή να ετοιμάσουν το φαγητό για την εορτή, ή να ράψουν τα ρουχάκια και τσαρουχάκια των παιδιών τους, αν δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να τους αγοράσουν «τζάπουλας», «κουντούρας» ή «τσαγκία».
Πολλά παιδάκια είχαν αποκοιμηθεί, μόλις λούστηκαν, ντυμένα με τα γιορτινά των. Τόσο πολλή είναι η χαρά των για την καινούργια φορεσιά και τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός των για την εορτή.
Η νύχτα συνήθως είναι θεοσκότεινη. Τα γύρω όλα σκεπασμένα με παχύ στρώμα χιονιού. Ο ουρανός ξάστερος και το αγιάζι πολύ τσουχτερό. Στην Ανατολή ένα ολόλαμπρο αστέρι ακτινοβολεί, λες και είναι αυτό το άστρο που ωδηγούσε τους Μάγους στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ.
Σε λίγο η εκκλησία όλη, και κάτω και πάνω στο «γυναικαρείον», είναι κατάμεστη από κόσμο. Οι επίτροποι έχουν αντικαταστήσει τα εξαπτέρυγα, το ευαγγέλιο, το θυμιατό και μερικά άμφια με τα «κειμήλια». Είναι όλα πολύτιμα και μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα βλέπουν το φως της ημέρας. Όλα τώρα είναι λαμπερά.
Η λειτουργία συνεχίζεται. Και το κάπως επίσημο ύφος που παίρνουν ιερείς και ψάλτες κι ας μην διακρίνονται πολλές φορές για τη μουσική τους τέχνη, μεταρσιώνει το εκκλησίασμα και το ανεβάζει σε άλλους αιθέρας, όταν ψέλνουν ιδίως τις Καταβασίες «Χριστός γεννάται, δοξάσατε!», τα Μεγαλυνάρια, το τροπάριο «Η Γέννησίς Σου Χριστέ ο Θεός ημών» και το κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον», ο κόσμος νομίζει ότι όλα αυτά τα βλέπει στην πραγματικότητα.
Το κοντάκιο αυτό, σημειωτέον, ότι εψέλνετο ανά είς στίχος υπό του ιερέως και των ψαλτών.
Τα παιδιά «κρατούν το ήσσον», κανοναρχούν. Και μετακινούνται μεταξύ δεξιού και αριστερού ψάλτου κρατώντας το Μηνιαίο ή την Οκτώηχο –οι εκκλησίες τα βιβλία δεν τα είχαν διπλά– και διαβάζουν φράσι με φράσι μεγαλοφώνως για να ψάλουν οι ψάλτες. Σε λίγο θα ανταγωνισθούνε για τον Απόστολο. Ποιος θα τον πη ελληνικά. Όσο για τουρκικά, δεν ήσαν πολλοί υποψήφιοι. Αλήθεια, πόσο ωραία αντηχούσε κάτω από το θόλο του ναού το «Παύλοσουν Γαλατί αληλερέ γκιοντερτιγί μεκτουμπουνούν κουραατή ντίρ!».
Κάποια στο τέλος της λειτουργίας θα πάνε κοντά στον γέρο παππού και θα του διαβάσουν την ευχή της Θείας Μεταλήψεως από τη Σύνοψι ή το Συνέκδημο. Πρόκειται να μεταλάβουν.
Πλησιάζουν πια τα ξημερώματα. Απολύει η εκκλησία και ο κόσμος κατευθύνεται στα σπίτια του, όπου τους περιμένει αχνιστό και μυρωδάτο φαγητό από «κουζούμ», παστωμένο κρέας ή «πατσάς» από κεφάλι και ποδάρια, έτοιμα κι αυτά απ’ το φθινόπωρο ακόμη, όταν έκαναν το «κουζούμ», τη «χαβουρμάν», «τ’ άλειμμαν», βρασμένα μέσ’ στην «τσάπαν» – πήλινη κατσαρόλα. Όσοι έχουν «γεννούλ’ χτήνον» ή «μοζίκαν» δεν θα τους λείψει και το «ξύγαλαν». Τα αυγά, το βούτυρον δεν έλειπαν φυσικά ποτέ απ’ το πιο φτωχικό σπίτι ακόμα.
Το κρασί ήταν άγνωστο για τον πολύν κόσμο. Και το ρακί μόνο στις επισκέψεις επροσφερόταν.
Και το πρωί αργά ξεκινούν οι επισκέψεις ομαδικώς. Οι άνδρες και τα παιδιά της μιας συνοικίας όλοι μαζί περνούν από όλα τα σπίτια της άλλης συνοικίας. Χαιρετώντας λένε: «Χριστός ετέχθη!». Και απαντούν σ’ αυτό: «Αληθώς ετέχθη!». Προσφέρεται ρακί με μεζέ «γκαβουρμά» ή «κοιλίδ’» ή «στύπα». Κάπου-κάπου προσφέρουν στο τέλος και «πουλουλάπια».
Της ομάδος προπορεύεται ο ιερεύς και ακολουθούν οι «μειζετέρ’» και κατόπιν οι νέοι και τα παιδιά. Από τις συζητήσεις δεν λείπουν τα αστεία, ούτε τα πειράγματα, ούτε η πολιτική. Και προκειμένου περί Ελλάδος, «για τον Μωρέαν», όπως έλεγαν την Ελλάδα μερικοί γέροι ξενιτεμένοι άλλοτε στα βάθη της Μικράς Ασίας, τον λόγον είχαν πάντα οι «νεοφερμέν’», «ξενιτάρ’». Στη Γιάλτα ευτύχησαν να γνωρίσουν τη βασιλική οικογένεια της Ελλάδος.
«Οι έξ μεγάλες δυνάμεις ας αφήνε την Ελλάδαν να τρανύν’. Φογούνταν γιάμε παίρ’ την Πόλ’. Γιατ’ ατό ’κί δίν’ ατεν και την Κρήτεν», «Στα 1912 το Πάσχα συμπίπτει την ίδια ημέρα με τον Ευαγγελισμό!». Αυτά και τα παρόμοια δίνουν και παίρνουν σαν τα πιο ευχάριστα θέματα συζητήσεων.
Κάποιος ιερεύς είχε και το βιβλίον, που γράφει την προφητεία του Αγαθαγγέλου. Οι «μειζετέρ’» συζητούνε και οι νεώτεροι και τα παιδιά ακούνε. Και όλοι μαζύ προσδοκούνε την Ανάστασι του Γένους!
Κάποιοι νέοι φροντίζουν για την εξεύρεση ενός μεγάλου σπιτιού παλαιού ρυθμού για τον χορό. Θα χορέψουν όλη τη νύχτα και όλο το χωριό. Γύρω και κυκλικά ο χορός και στη μέση «’ς σο μεσοχάμ» τα… θεωρεία για όσους δεν χορεύουν.
«Ε και να έτον ατώρα εκείνο ο καιρός!»…
Ιωάννης Αβραμάντης