Μια φωτογραφία ντοκουμέντο από τον Δ. Φυλλίζη περιλαμβάνεται στην Ποντιακή Εστία (σ. 226): Πόντιοι της αστικής τάξης της Τραπεζούντας κοιτούν στο φακό ο οποίος τους αποτύπωσε το 1900 στο δάσος του Σοούκ-Σου. Σύμφωνα με τη λεζάντα του ιστορικού περιοδικού παίζουν γκολφ, ενώ σύμφωνα με την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών παίζουν κροκέ – τη φωτογραφία δώρισε στην Επιτροπή η Αθηνά Καλλιγά, και επισημαίνεται ότι δεύτερος από αριστερά είναι ο Ορφέας Κογκαλίδης, που πρωτοστάτησε μαζί με τον Φίλωνα Κτενίδη στις ενέργειες ανιστόρησης της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο, προτελευταία η Άννα Τριανταφυλλίδου-Καπαγιαννίδου, σύζυγος του τραπεζίτη Κώστα Καπαγιαννίδη και ένοικος της βίλας Καπαγιαννίδη, και τελευταίος ο Σεραφίμοβ.
«Οι κάτοικοι της πρωτευούσης του Πόντου, εμμένοντες εις τας πατροπαράδοτα δεν απέκλεισαν, ως φαίνεται εκ της άνω φωτογραφίας, και τας της εκ Εσπερίας ψυχαγωγικάς απασχολήσεις», σχολιάζει η «Ποντιακή Εστία».
Η γοητευτική μπουρζουαζία της Τραπεζούντας
Η Τραπεζούντα, η «περικαλλής και ένδοξος πόλις, η βασιλίς των πόλεων του Ευξείνου Πόντου», πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, ήταν η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Πόντου στα μέσα του 19ου αιώνα και η έδρα του ομώνυμου βιλαετίου. Αποτελούσε την κατάληξη του δρόμου των καραβανιών που έφταναν στην Περσία, γεγονός που την ανέδειξε για δεύτερη φορά (από την εποχή της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών) σε διαμετακομιστικό κέντρο διεθνούς ενδιαφέροντος και εμβέλειας.
Η έντονη δραστηριοποίηση των Ευρωπαίων δημιούργησε ευκαιρίες και προοπτικές για το ελληνικό στοιχείο, καθώς, μαζί με το αρμενικό, αποτελούσαν το βασικό στήριγμα των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Ακόμα και όταν η πόλη έπαψε να είναι επίκεντρο του διεθνούς εμπορίου δεν έλειψαν οι προοπτικές ανάπτυξης για τη διαμορφούμενη αστική τάξη. Χαρακτηριστική είνα η αλλαγή στους οικονομικούς προσανατολισμούς σημαντικών μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1870 εμπορικών οίκων της Τραπεζούντας: Οι εμπορικοί οίκοι των Γ. Καπαγιαννίδη, αδερφών Φωστηροπούλου, Κ.Α. Θεοφυλάκτου και Α. Λεοντίδου διοχέτευσαν τις δραστηριότητές τους και στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σ’ αυτούς ανήκαν οι τρεις από τις πέντε συνολικά τράπεζες της πόλης. Σε ελληνικά, επίσης, χέρια βρισκόταν η Τράπεζα Αθηνών, ενώ στην Οθωμανική Τράπεζα υπήρχαν Έλληνες υπάλληλοι.
Η συνεργασία των Ελλήνων επιχειρηματιών με σημαντικούς ευρωπαϊκούς εμπορικούς οίκους, αλλά και η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου, ευνόησαν τη δημιουργία μιας κοσμοπολίτικης ελίτ στην πόλη, η οποία βρισκόταν σε άμεση επαφή με την Ευρώπη: Στα εμπορικά ταξίδια προστέθηκαν και ταξίδια για τουρισμό, αναψυχή και εκπαίδευση, τα οποία ενίσχυαν τον δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στην Τραπεζούντα και τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης και του Εύξεινου Πόντου.