Μάρτυρας Γενοκτονίας ο παππούς μας Θεόδωρος Παπαδόπουλος –ένας από τους 136 Έλληνες Ποντίους που σύρθηκαν για εκτέλεση στις αμμουδιές του Καρά-Σου και γλίτωσε σαν από θαύμα από τις σφαίρες των τσετέδων–, αφηγούνταν.
Μόλις εφτάσαμε κοντά στον αιγιαλόν, μας εσταμάτησαν και μας εσύναξαν και κατόπιν μας ομίλησεν ο αρχηγός των τσετέδων Υψιζί Ρετζέπ ως εξής:
«Πάκην ουσακλάρ. Γιουνάν εσκερή κελτή Πανόρματα. Συνκή ιλέν καρηλαρή ιτζιντέ τσοτουκλαρή κιοβέ ατάρ. Ονούν ιτσίν σιζή τα ελτηρέ τζεγήμ» (Ακούστε παιδία. Ο ελληνικός στρατός ήρθε στην Πάνορμο. Με ξιφολόγχες από τις γυναίκες πετάν τα μωρά στον ουρανό. Γι’ αυτό και θα σας σκοτώσω). Τότε βρυχηθμός βγήκεν από τα στήθια των παλικαριών και με μια φωνή, που ακούστηκε στα ουράνια είπαν: «EMAΣ ΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ».
Ο αρχιληστής χαμογέλασε φαρμακερά και μας είπε: «Μη φοβάστε, δεν θα σας σκοτώσω. Μόνο τους παράδες σας θέλω κι ύστερον σας απολύω».
Οι καημένοι οι μελλοθάνατοι επετάξαμε στα πόδια των ληστών ό,τι είχαμε μαζί μας. Μετά τη λήστεψή μας οι Τούρκοι θελήσανε να μας δέσουν. Ένα γερό παλικάρι, που ήτανε πρώτος, ο Κωνσταντίνος Κόκος, με θυμό φώναξε: «Τι εκάναμε και θα μας δέσετε;». O Υψίζ μάλωσε εκείνον που ήθελε να μας δέσει, απομακρύνθηκε λίγο και έκανε νόημα στους δικούς του να υποχωρήσουν από κει που μας είχαν περικυκλωμένους.
Σύγκαιρα έδωσε τη διαταγή: «Xάιτε, σιζή κιόρεγημ, χίτσ πίρ τανέ τσίκματαν ατέσ!» (Άιντε να σας βλέπω, να μη βγει ούτε ένας ζωντανός. Φωτιά!).
Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου, ενόμιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία.
Μερικοί από μας όρμησαν κατά το ποτάμι, άλλοι κατά θάλασσα μεριά. Εγώ έπεσα με το πρώτον. Εν τω μεταξύ σωριάστηκαν επάνω μου δύο σκοτωμένοι κι εγώ έκανα τον πεθαμένο.
Κάποτες σίγησαν τα όπλα και οι ματοβαμμένες ύαινες οι φονιάδες μας, αφού τσάκισαν με καζμάδες και φτυάρια τα κεφάλια των πληγωμένων και όσων ετοιμαθάνατων βογγούσαν, μάζεψαν τα πλιάτσικα και κίνησαν τον ανήφορο. Κοπάσανε πλέον τα γοητά, οι επικλήσεις, τα βογγητά και οι ρόγχοι των ψυχορραγούντων.
Έκανα τον πεθαμένο για 10 ώρες. Ώρες 10 μες στη ζέστη του καλοκαιριού με τα αίματα των σκοτωμένων παλικαριών να στάζουν απάνω μου και να με λούζουν. Ώρες 10 που φάνηκαν αιώνες, ως ότου βραδιάσει.
Τότες μόνο σηκώθηκα από τη θέση μου και είδα ό,τι είχεν απομείνει. Από τα 136 παιδιά μόνον δεκατέσσερις γλιτώσαμε, μερικοί τραυματίες.
Γιώτα Αμμανατίδου