Ο Νικόλαος Ιωαννίδης γεννήθηκε στο χωριό Σαλτούχ, 13 χιλιόμετρα ανατολικά της Τοκάτης του Πόντου. Το 1912 επιστρατεύτηκε από τον τουρκικό στρατό και στάλθηκε στην πρώτη γραμμή, αλλά στάθηκε τυχερός.
Μια μέρα ο Τούρκος διοικητής τούς ανακοίνωσε: «Χάσαμε τη Θεσσαλονίκη…». Μετά από αυτό επέστρεψε στο χωριό του αλλά μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες στάλθηκε στα τάγματα εργασίας.
Βλέποντας τις άθλιες συνθήκες, χωρίς τροφή, να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον, λιποτάκτησε και επέστρεψε κρυφά στο Σαλτούχ όπου παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ευθυμία. Σύντομα απέκτησαν κι ένα πανέμορφο αγοράκι το οποίο δεν πρόλαβαν να βαφτίσουν, και άρχισαν πάλι οι διώξεις σε βάρος τους.
Μια μέρα πληροφορήθηκαν ότι ήρθαν τσέτες στην περιοχή και έπρεπε να εγκαταλείψουν το χωριό πριν συμβεί το μοιραίο. Έτσι, περίπου 25 οικογένειες έφυγαν μέσα στη νύχτα πριν τους προλάβουν. Την ώρα όμως που απομακρύνονταν από το χωριό εμφανίστηκαν τσέτες και κρύφτηκαν στο δάσος.
Το μωρό του Νικόλα και της Ευθυμίας έκλαιγε συνέχεια, προφανώς από την ταλαιπωρία. Οι τσέτες πλησίαζαν και ήταν βέβαιο ότι το κλάμα του μωρού θα τους πρόδιδε. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πάρθηκε η μοιραία απόφαση. Έπρεπε πάση θυσία να σταματήσει το κλάμα του μωρού, και υπήρχε μόνο ένας σίγουρος τρόπος. Να το δολοφονήσουν…
Συγχωριανοί πήραν βίαια από την αγκαλιά της Ευθυμίας το μωρό και το έπνιξαν…
Οι τσέτες πέρασαν από πολύ κοντά αλλά δεν αντιλήφθηκαν το βουβό κλάμα των τραγικών γονιών. Έτσι γλίτωσαν οι κάτοικοι του χωριού Σαλτούχ. Με τη θυσία του αβάπτιστου μωρού…
Ο Νικόλας και η Ευθυμία κατέληξαν στα βουνά της Πάφρας, όπου έμειναν σαν αγρίμια με αρχηγό τον Κοτζά Αναστάς επτά ολόκληρα χρόνια, τρώγοντας χόρτα και ό,τι άλλο έβρισκαν.
Στην Ελλάδα ήρθαν μα την Ανταλλαγή με ένα άλλο αγοράκι, τον Στάθη, 18 μηνών. Εγκαταστάθηκαν στη Δράμα, όπου η Ευθυμία πέθανε και ο Νικόλας ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλα πέντε παιδιά.
Ένα από αυτά, ο Γιώργος Ιωαννίδης, κάτοικος Λεπτοκαρυάς Γιαννιτσών, μου είπε: «Ο πατέρας μου μέχρι που πέθανε, σε ηλικία 80 ετών, έκλαιγε γι’ αυτό το μωρό. Δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει… Μιλούσε πολύ λίγο για τα βάσανα που τράβηξαν στον Πόντο, κι εμείς δυστυχώς δεν είχαμε τα μέσα να τον καταγράψουμε. Και τώρα βγαίνουν κάποιοι και λένε ότι δεν υπήρξε Γενοκτονία; Αν είναι δυνατόν!».