Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στα χωριά και τις πόλεις του δυτικού Πόντου έκανε την εμφάνισή του ένας ιδιαίτερος θίασος, ο οποίος πήγαινε πόρτα-πόρτα στα σπίτια των Ελλήνων. Ήταν οι καραχοτζάδες (μαύροι δάσκαλοι-παπάδες, με βάση τη μετάφραση των τουρκικών λέξεων), ένα μπουλούκι ανδρών που φορούσε δέρματα ζώων και είχε περασμένα κουδούνια στη μέση.
Σύμφωνα με το έθιμο, ο θίασος είχε τον κοτζαμάνη (καράχοτζα), τον αράπη με τη λευκή στολή, τη νύφη και τον χωροφύλακα· ουσιαστικά πρόκειται για παρόμοια… σύνθεση με αυτή των Μωμόγερων.
Επίσης είχε τον τορβατσή, αυτόν που μάζευε σε ένα δισάκι τα κεράσματα από τα σπίτια, και έναν λυράρη που έπαιζε τα κάλαντα αλλά και χορευτικούς σκοπούς.
Στα σπίτια όπου πήγαιναν αναπαριστούσαν διάφορα σατιρικά επεισόδια, με πιο συνηθισμένο αυτό της φυγής μιας όμορφης κοπέλας από τον άνδρα της, συνοδεία του νεαρού αράπη και του γέρου καράχοτζα. Ο σύζυγος τους καταδίωκε μέσα στον βαρύ χειμώνα από χωριό σε χωριό, και οι φυγάδες αναζητούσαν καταφύγιο στα σπίτια. Με την επίσκεψη του συζύγου ξεκινούσε το κυρίως δρώμενο, στο οποίο συμμετείχαν όλοι.
Η Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού αναφέρει ότι οι Παφραίοι, οι οποίοι συνέχισαν το έθιμο των καραχοτζάδων και στην Ελλάδα έως το 1975, χρησιμοποιούσαν τους θιάσους για να μεταφέρουν στο εσωτερικό του Πόντου διάφορα μηνύματα, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους Οθωμανούς.