Την παραμονή των Φώτων δεν έψαλλαν άσματα. Σε κάθε σπίτι ύστερα από το δείπνο γινόταν το έθιμο της εκτελέσεως της επιθυμίας των πεθαμένων «Τα Φώτα θέλω το κερί μ’ και τη Ψυχού1 κοκκία,2 και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν έναν μαντίλιν δάκρα».
Μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού έβαζαν πάνω στο δάπεδο χαμηλό τραπέζι, και πάνω σ’ αυτό ένα μεγάλο ταψί γεμάτο σιτάρι.
Στο μέσο του ταψιού ετοποθετούσαν αναμμένη καντήλα, και στα χείλη του σταυροειδώς τέσσαρα κεριά αναμμένα. Ολόγυρα στο τραπέζι καθόντουσαν γονατιστοί όλοι οι οικείοι σιωπηλοί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη λύπη και συγκίνηση μαζί. Ο αρχηγός της οικογένειας μοίραζε κεριά σ’ όλους κι έπειτα άναβε κεριά – ένα για κάθε πεθαμένο. Αφού άναβε για όσους πεθαμένους ήθελε, προέτρεπε και τους άλλους να ανάψουν κεριά για όποιους νεκρούς ήθελαν και τελευταία άναβαν και ένα κερί για εκείνον που δεν είχε κανέναν στον κόσμο για να του ανάψει κερί. Κανείς δεν εκινείτο από τη θέση του έως ότου εκαίονταν τέλεια όλα τα κεριά. Έπειτα έκαναν το σταυρό τους και αποχωρούσαν αφήνοντας πάνω στο τραπέζι φαγητά για να τα ευλογήσει ο Χριστός.
____
*Οι Πόντιοι κάτοικοι του χωριού Άψαλος αναφέρονται στο πανάρχαιο αυτό έθιμο ως Μνημοκέρε. Το έφεραν οι ξεριζωμένοι που έζησαν στα χωριά Χατζήοσμαν Βιθυνίας, στα οποία είχαν μετοικήσει στα 1880-1890 (για λόγους εργασίας ή από εξαναγκασμό) από τα Κοτύωρα.
1. Ψυχοσάββατο.
2. Κόλλυβα.
Δημ. Κ. Παπαδόπουλος
Σταυριώτης
- Πηγή: Ποντιακή Εστία, τχ 97, 195