Σατιρική κωμωδία, απομεινάρι των ρωμαϊκών καλάντων διότι διατηρούν τις μεταμφιέσεις και τα γλέντια, ακόμα και ποντιακά καρναβάλια. Τα Μωμο(γ)έρια μπορεί κανείς να τα περιγράψει με διάφορους τρόπους· ένα εθιμικό δρώμενο που πλέον για τον τρόπο που παρουσιάζεται στα ποντιακά χωριά της Κοζάνης από τους απόγονους των προσφύγων έχει κατακτήσει μία θέση στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μάλιστα ο Δημήτρης Οικονομίδης στο Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος (1927) θεωρεί τους Μωμόγερους «λείψανον αρχαίου εθίμου ή αγροτικήν εορτήν συμβολίζουσαν την νάρκην της φύσεως κατά τον χειμώνα και την αναβίωσιν αυτής κατά την άνοιξιν […], ή υποτυπώδη παράστασιν σκοπόν εχούσις της δεισιδαιμόνος αποτροπής των κακών».
Οι λαϊκοί αυτοσχέδιοι θίασοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά το Δωδεκαήμερο.
Ο Δ.Κ. Παπαδόπουλος από το Σταυρίν της επαρχίας Χαλδίας στην Ποντιακή Εστία (1953, τχ. 38-39) περιγράφει όσα είχαν ζήσει οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς στον Πόντο. Όπως εξηγεί, το συγκεκριμένο δρώμενο καυτηριάζει την ανηθικότητα και τη σκληρή και βάναυση συμπεριφορά, και διακωμωδεί και γελοιοποιεί τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης εξευτελίζοντας το επίσημο όργανό της.
Στις αγροτικές και απομονωμένες περιοχές του Πόντου, σημειώνει, τα Μωμογέρια ήταν μια μορφή διασκέδασης και μάλιστα μεταξύ του κοινού περιλαμβάνονταν και Τούρκοι. «Συνέρρεον άπαντες ανεξαρτήτως ηλικίας και παρηκολούθουν όλας τας επαναληπτικώς διδομένας παραστάσεις από της πρώτης μέχρι της τελευταίας τηρούντες αδιάπτωτον το ενδιαφέρον αυτών και αμείωτον το ευάρεστον συναίσθημα της απολαύσεως», γράφει ο Δ.Κ. Παπαδόπουλος.
Ο θίασος αποτελούνταν από τα εξής πρόσωπα:
• Ο Αλογάς (ατλής) ή τερέπεης (=τιμαριούχος). Συνήθως φορούσε την τοπική ενδυμασία (ζίπκα), κομψά πέδιλα (τσάπουλα), μεταξωτό χιτώνα (τσιπάν), μεταξωτή ζώνη (ταραπολούζ’) και στο κεφάλι είχε χρυσοποίκιλτο μεταξωτό μαντήλι (κοτσοΰρ’). Προκειμένου να φαίνεται ότι είναι έφιππος στερέωνε δύο κοντάρια, ένα στα αριστερά και ένα στα δεξιά, τα οποία κατέληγαν κεφαλή αλόγου, ενώ το πίσω μέρος τους καλυπτόταν από το χιτώνα. Επίσης κρατούσε τα «χαλινάρια» με το αριστερό και ένα μαστίγιο ή ραβδί με το δεξί χέρι.
• Ο Κιζίρ (=κλητήρας του χωριού) ή ο κυρίως μωμόγερος. Φορούσε ακατέργαστο δέρμα τράγου, στην πλάτη είχε κάτι για να τον προστατεύει από τα χτυπήματα του τερέπεη και στο κεφάλι έφερε ένα κωνοειδές δερμάτινο κάλυμμα (κιουλάχ’) από το οποίο κρεμόταν ένα κουδούνι και δερμάτινη προσωπίδα. Στη δε ζώνη του είχε κρεμασμένα πολλά κουδούνια, σκόρδα και δερμάτινες λωρίδες. Στο δεξί χέρι κρατούσε χατζάρα και στο αριστερό ένα κοντό ραβδί. Η περιβολή του θεωρούνταν ιδιαιτέρως κωμική και προκαλούσε το αβίαστο γέλιο του κοινού.
• Ο Κορ-Σεϊτάν (=διάβολος). Η ενδυμασία του ήταν μαύρη, η προσωπίδα ανάλογη με κέρατα, και είχε και ουρά. Κρατούσε δύο λεπτές ράβδους. Ο θίασος ίσως είχε και τον μικρόν δάβολον με αντίστοιχη περιβολή.
• Ο Γατής (καδής, =δικαστής). Φορούσε κατάλευκο χιτώνα μέχρι τους αστραγάλους και ογκώδες σαρίκι με προσωπίδα που παρέπεμπε σε σεβάσμιο γέροντα.
• Ο Δίκολον. Αδελφός του Κιζίρ, ντυμένος φτωχικά. Στην πλάτη του κουβαλούσε τον άλλο αδερφό τους που τον σκότωσε ο τερέπεης.
• Ο Ζαπτιάς (=χωροφύλακας) φέρει στολή και όπλο.
• Η Νύφη (νύφη του Κιζίρ). Το ρόλο «κρατούσε» νέος χωρίς μουστάκι που φορούσε γυναικεία ενδύματα και στολιζόταν σαν νύφη.
• Ο Δατρόν (=ιατρός). Φορούσε γυαλιά και ψηλό καπέλο και κρατούσε μια θήκη ή ένα σακίδιο με τα φάρμακα.
Το θίασο συμπλήρωνε ο λυράρης που συνήθως φορούσε ζίπκα, και ένα-δύο ακόμα πρόσωπα που αναλάμβαναν να μαζέψουν τις προσφορές από τους θεατές, που συνήθως ήταν κεράσματα ή μικροποσά.