Στον Πόντο παρχαρομάνα (ρομάνα ή ρωμάνα) ονομάζεται η γυναίκα μέσης ηλικίας η οποία ανεβαίνει στα παρχάρια, δηλαδή τα θερινά βοσκοτόπια, για να βοσκήσει τα ζώα της διεκπαιρεώνοντας όλες τις κτηνοτροφικές εργασίες. Η δουλειά της είναι αρκετά σκληρή, καθώς έχει να παλέψει εκτός των άλλων και με τα στοιχεία της φύσης. Διατρέχει επίσης φυσικούς και ηθικούς κινδύνους με την απρόοπτη εμφάνιση Τούρκων, τους οποίους αντιμετωπίζει σθεναρά. Υπάρχουν περιπτώσεις που –σύμφωνα με την παράδοση– παρχαρομάνα σκότωσε Τούρκο με το ραβδί της (το «στουράκ‘»), ματαιώνοντας τα ανήθικα σχέδιά του.
Η παρχαρομάνα είναι ο κυρίαρχος παράγοντας μέσα στη φύση και πρωτοστατεί στην οργάνωση και γενικά στη ζωή των παρχαριών.
Είναι η ενάρετη ανδρογυναίκα που διαμένει στα ψηλά βουνά μήνες ολόκληρους, μοχθώντας σκληρά. Συνήθως είναι κάποιας ηλικίας (μεσοκαιρίτ’σσα) ή και χήρα, και αναλαμβάνει δύσκολο αλλά αρκετά επικερδές έργο. Εκτός από τις δικές της, έχει και αγελάδες των γειτόνων ή συγχωριανών, τις οποίες περιποιείται με όρους και συμφωνίες που γίνονται από την αρχή με τους ιδιοκτήτες.
Ξεκινούσε για τα παρχάρια τον Φλεβάρη και γύριζε τον Οκτώβρη. Η άνοδος της παρχαρομάνας με τις αγελάδες στα ψηλά βουνά γινόταν με τρόπο πανηγυρικό. Την συνόδευαν λαϊκοί οργανοπαίκτες παίζοντας τα όργανά τους και τραγουδώντας. Με τον ίδιο τρόπο γινόταν και η επιστροφή της.
Τα έργα της περιγράφει κι ένα σχετικό δημοτικό τραγούδι:
Ρωμάνα επαρχάρευεν
Κουντούρ’ ‘ς σα λιβαδία,
‘ς σου Μίρη και ‘ς σου Κοβλακά
και σ’ άσπρα τα πλακία.
Σεράντα χτήνα έλμεγεν,
σεράντα αγελάδα,
κι άλλα τόσα εφύλαττεν
μουσκάρα άρον ζαρκάδα.
‘Χτίσεν τυρέναν εκκλησιάν,
μυντζέναν Αε-Βήμαν,
με τα κρενά κατήβαζεν το γάλαν ‘ς σο χωρίον,
κι α ση γαλή την άθεραν
λύκος εποταμίεν,
μηδέ λύκος και μαναχόν,
ζευγάς με το ζευγάριν.
[Παρχαρομάνα ανέβηκε
Φλεβάρη στα λιβάδια,
στου Μίρη και στου Κοβλακά,
εκεί στις άσπρες πέτρες,
μικρές-μεγάλες φύλαγε
σαράντα αγελάδες,
κι άλλα τόσα εφύλαγε
μοσχάρια σαν ζαρκάδια.
Στήνει εκκλησιά από τυρί,
Βήμα Άγιο με μυτζήθρα
και στο χωριό με τους κρουνούς
κατέβαζε το γάλα.
Το γάλα μοσχοβόλησε
και πνίγηκε ένας λύκος,
λύκος μαζί με το ζευγά
και με τα βόδια αντάμα.]
Η επιστροφή της έχει επίσης πανηγυρικό χαρακτήρα και την υποδέχονται εγκάρδια. Είναι πρόσωπο θρυλικό και αποτελεί μεγάλη τιμή για τους απογόνους της να κληρονομήσουν την ιδιότητα της παρχαρομάνας. Παρόλο που η ποντιακή μούσα ήταν ιδιαίτερα κριτική στο ωραίο φύλο, ποτέ δεν άγγιξε την ηθική και την ιδιωτική ζωή της παρχαρομάνας, παρά μόνο τιμητικά και επαινετικά λόγια έβρισκε γι’ αυτήν:
Παρχαρομάνα ελάλεσεν, βοούνε τα ραχιόπα,
τα χιόνια όλια ελύγανε, τα κρυάδας εχάθαν,
τα ράχια επρασίντσανε και τα παρχάρια ‘χλόισαν,
εγώ εσπόγγ’σα τον παρχάρ’, έσυρα έξ’ τα χοχόλια
και τα καλύβια ‘σκέπασα κι εκρέμασα τα πόρτας,
εκαλοθέκα ‘ς σην περιάν λιθάρια κολοκάθια
κι εκρέμασα ‘ς σο μεσοδόκ’ διπλά δρουβανοσκοίνια.
Η κόρ’ επήεν ‘ς σον παρχάρ’ να γίνεται ρομάνα,
και για τ’ ατέν θα γίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνια.
(Φωτ.: Turan Reis / Facebook)
Αναμφισβήτητα, η ζωή στα παρχάρια ήταν πρωτόγονη και αρκετά κοπιαστική. Ταυτόχρονα όμως ήταν και μια αλλαγή στη μονότονη καθημερινή ζωή του χωριού, ένα είδος διακοπών. Πρώτα απ’ όλα ζούσαν απομονωμένες δέκα-είκοσι γυναίκες, προσκολλημένες στο βιος τους (αγελάδες, γίδια, πρόβατα), μακριά από την καθημερινότητα του χωριού και των δικών τους, και απ’ αυτά ακόμα τα παιδιά τους. Η εργασία ήταν αρκετά προγραμματισμένη: Άρμεγμα, βράσιμο του γάλακτος, πήξιμο σε ‘ξύγαλαν, ρδουβάνισμα, τσιοκάρεμα, τακτοποίηση του βουτύρου, του πασκιτάν κ.ά.
Παρά το μόχθο όμως, η αγνή και φυσική τροφή, καθώς και η αλλαγή του κλίματος επιδρούσαν ευεργετικά και στην υγεία και στην εμφάνισή τους, κάτι που τους έδινε δύναμη να συνεχίσουν τη δουλειά ακούραστα. Το άσπρον τάν’, το καθαρό βούτυρο, το πασκιτάν’, τα ομοιόμορφα και ξερά τσορτάνια θεωρούνταν προσωπική επιτυχία της κάθε ρομάνας. Έτσι, γινόταν συναγωνισμός για την ποιότητα και την εμφάνιση των προϊόντων. Από αυτή την προσπάθεια αναγνώρισης και αποδοχής προήλθε και η μεταφορική έκφραση: Ο κάθα εις λέει, το τάνι μ’ άσπρον έν’, για τους αυτοεπαινούμενους.
(Φωτ.: Ali Soylu)
Η επαφή με το χωριό γινόταν μία ή και δύο φορές την εβδομάδα προκειμένου να διακομιστούν τα γαλακτοκομικά είδη από το παρχάρι. Η επίσκεψη στη ρομάνα συνοδευόταν από διάφορα δώρα, κυρίως τρόφιμα, όπως ψωμί, φρούτα, κορκότα, χορταρικά, αλεύρι καλαμποκίσιο. Βέβαια η ρομάνα ανταπέδιδε με γενναίο γεύμα από εκλεκτά γαλακτοκομικά. Η τιμή και η περιποίηση που είχαν οι επισκέπτες στο παρχάρ’ ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Για το λόγο αυτόν η αποστολή στο παρχάρ’ ήταν μία ευτυχής συγκυρία και την αναλάμβαναν με προθυμία. Βέβαια, την αποστολή αυτή εκτελούσαν αποκλειστικά οι οικοδέσποινες ή νέες κοπέλες με τη συνοδεία ενδεχομένως κάποιας ηλικιωμένης. Οι επισκέψεις των ανδρών αποφεύγονταν για να διασφαλισθεί το κύρος της ρομάνας από τις κακές γλώσσες (κακογλωσσίας).
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.